μεταρρίπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[renverser]], [[changer de fond en comble]];<br /><b>2</b> [[faire passer d'un parti dans un autre]].<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ῥίπτω]].
|btext=<b>1</b> [[renverser]], [[changer de fond en comble]];<br /><b>2</b> [[faire passer d'un parti dans un autre]].<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ῥίπτω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[umwerfen]], [[verändern]]</i>; Dem. vrbdt κινεῖ καὶ ἀναιρεῖ καὶ μεταρρίπτει, 25.90; τοὺς Ἀχαιοὺς ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ῥωμαίων, Pol. 17.13.8, [[öfter]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[turn]] upside [[down]], Dem.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[turn]] upside [[down]], Dem.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[umwerfen]], [[verändern]]</i>; Dem. vrbdt κινεῖ καὶ ἀναιρεῖ καὶ μεταρρίπτει, 25.90; τοὺς Ἀχαιοὺς ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ῥωμαίων, Pol. 17.13.8, [[öfter]].
}}
}}

Revision as of 12:30, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταρρίπτω Medium diacritics: μεταρρίπτω Low diacritics: μεταρρίπτω Capitals: ΜΕΤΑΡΡΙΠΤΩ
Transliteration A: metarríptō Transliteration B: metarriptō Transliteration C: metarripto Beta Code: metarri/ptw

English (LSJ)

A toss from side to side, ἑωυτόν Hp.Epid.7.10, cf. Thphr.Ign.53. 2 turn upside down, πάντα μεταρρίπτει θεός Simon. 62 ( = Com.Adesp.383); τὰ καλῶς πεπηγότα μ. D.25.90. II bring over, ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ῥωμαίων Plb.18.13.8, cf. 30.7.2, al.; μ. τὴν διάνοιαν ἐπίturn one's mind to... Phld. Vit.p.17 J.

French (Bailly abrégé)

1 renverser, changer de fond en comble;
2 faire passer d'un parti dans un autre.
Étymologie: μετά, ῥίπτω.

German (Pape)

umwerfen, verändern; Dem. vrbdt κινεῖ καὶ ἀναιρεῖ καὶ μεταρρίπτει, 25.90; τοὺς Ἀχαιοὺς ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ῥωμαίων, Pol. 17.13.8, öfter.

Russian (Dvoretsky)

μεταρρίπτω:
1 досл. переворачивать, опрокидывать, перен. разрушать (τὰ καλῶς πεπηγότα Dem.; τὴν δοκοῦσαν εὐημερίαν Plut.);
2 уводить, переводить (τινὰ ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ῥωμαίων Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταρρίπτω: μέλλ. -ψω, μεταστρέφω, «ἀναποδογυρίζω», Σιμωνίδ. 43, Δημ. 797. 11· παρασύρω ἐκ τῆς μιᾶς μερίδος εἰς τὴν ἑτέραν, Πολύβ. 17. 13, 8, κτλ.

Greek Monolingual

μεταρρίπτω (ΑΜ)
1. ρίχνω από ένα μέρος σε άλλο
αρχ.
παρασύρω από μια πλευρά σε άλλη («εἰ γὰρ μὴ σὺν καιρῷ τότε μετέρριψε τοὺς Ἀχαιούς... ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ρωμαίων», Πολ.).

Greek Monotonic

μεταρρίπτω: μέλ. -ψω, στρέφω πάνω-κάτω, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. ψω
to turn upside down, Dem.