δείδεκτο: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(6_5)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=deidekto
|Transliteration C=deidekto
|Beta Code=dei/dekto
|Beta Code=dei/dekto
|Definition=δειδέχαται, δειδέχατο, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[δειδίσκομαι]];</span>
|Definition=δειδέχαται, δειδέχατο, v. [[δειδίσκομαι]];
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[δειδίσκομαι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. pqp. Pass., au sens d'un impf., de</i> [[δείκνυμι]].
}}
{{pape
|ptext=s. [[δείκνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''δείδεκτο:''' эп. 3 л. sing. ppf. в знач. impf. med. к [[δείκνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δείδεκτο''': δειδέχαται,δειδέχατο,ἴδε ἐν λ. [[δείκνυμι]].
|lstext='''δείδεκτο''': δειδέχαται,δειδέχατο,ἴδε ἐν λ. [[δείκνυμι]].
}}
{{Autenrieth
|auten=see [[δείκνῦμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δείδεκτο:''' γʹ ενικ. υπερσ. του [[δείκνυμι]] ([[σημασία]] II)· — δειδέχᾰται, δειδέχᾰτο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ.
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δείδεκτο Medium diacritics: δείδεκτο Low diacritics: δείδεκτο Capitals: ΔΕΙΔΕΚΤΟ
Transliteration A: deídekto Transliteration B: deidekto Transliteration C: deidekto Beta Code: dei/dekto

English (LSJ)

δειδέχαται, δειδέχατο, v. δειδίσκομαι;

Spanish (DGE)

v. δειδίσκομαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. pqp. Pass., au sens d'un impf., de δείκνυμι.

German (Pape)

s. δείκνυμι.

Russian (Dvoretsky)

δείδεκτο: эп. 3 л. sing. ppf. в знач. impf. med. к δείκνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

δείδεκτο: δειδέχαται,δειδέχατο,ἴδε ἐν λ. δείκνυμι.

English (Autenrieth)

see δείκνῦμι.

Greek Monotonic

δείδεκτο: γʹ ενικ. υπερσ. του δείκνυμι (σημασία II)· — δειδέχᾰται, δειδέχᾰτο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ.