εὐσταλής: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[bien équipé]];<br /><b>2</b> dont l'équipement est bien proportionné <i>ou</i> ne surcharge pas ; léger, alerte, souple;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> de tenue correcte;<br /><b>4</b> [[aisé]], [[facile]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στέλλω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[bien équipé]];<br /><b>2</b> dont l'équipement est bien proportionné <i>ou</i> ne surcharge pas ; léger, alerte, souple;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> de tenue correcte;<br /><b>4</b> [[aisé]], [[facile]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στέλλω]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>wohl [[ausgerüstet]]</i>, [[zunächst]] von Schiffen, von der [[Flotte]], [[στόλος]] Aesch. <i>Pers</i>. 781; [[πλοῦς]] εὐστ. καὶ [[οὔριος]], [[leicht]], Soph. <i>Phil</i>. 769; von [[Soldaten]], εὐσταλέστατος ὁ [[ἱππεύς]] Xen. <i>Eq</i>. 7.8; bes. von leichtgerüsteten, Thuc. 3.22, der Schol. erkl. εὔζωνοι; Sp., wie Plut., εὐσταλῆ καὶ γυμνὰ σώματα <i>Crass</i>. 25; εὐσταλέστερος [[ὁπλισμός]], [[leichte]] [[Rüstung]], Dion.Hal. 7.59; εὐστ. τὸν ὄγκον, Plut. <i>Mar</i>. 34; übertragen, <i>[[gefällig]], [[anständig]]</i>, [[κόσμιος]] καὶ εὐσταλὴς [[ἀνήρ]], dem [[ὀγκώδης]] und [[ἐπαχθής]] entgeggstzt, Plat. <i>Men</i>. 90a; Luc. <i>Tim</i>. 54 τὸ [[σχῆμα]] εὐσταλὴς καὶ [[κόσμιος]] τὸ [[βάδισμα]] καὶ σωφρονικὸς τὴν ἀναβολήν, <i>auf einfachen [[Schmuck]] und [[anständige]] [[Haltung]] zu [[beziehen]]</i>, wie Diod. Com. bei Ath. VI.239c ποιήσας ἐμαυτὸν εὐσταλῆ, ὥστε μὴ ἐνοχλεῖν τὸν συμπότην; Plut. εὐσταλεῖς ἐποίησε ταῖς ἱερουργίαις καὶ περὶ τὰ πένθη πρᾳοτέρους, <i>Sol</i>. 12.<br><b class="num">• Adv.</b>, <i>ohne [[Umstände]], [[leicht]]</i>, καὶ [[κούφως]] ἐκτρέχειν Hdn. 4.15.3; <i>[[anständig]]</i>, ἀναβεβλημένοι Luc. <i>[[Hermot]]</i>. 18; vgl. Opp. <i>C</i>. 1.97.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 33: Line 36:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[καλά]] ἑτοιμασμένος, ἐλαφρά ὁπλισμένος, μέ [[ὡραία]] ἐμφάνιση). Ἀπό τό [[εὖ]] + [[σταλῆναι]] τοῦ [[στέλλω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[καλά]] ἑτοιμασμένος, ἐλαφρά ὁπλισμένος, μέ [[ὡραία]] ἐμφάνιση). Ἀπό τό [[εὖ]] + [[σταλῆναι]] τοῦ [[στέλλω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>wohl [[ausgerüstet]]</i>, [[zunächst]] von Schiffen, von der [[Flotte]], [[στόλος]] Aesch. <i>Pers</i>. 781; [[πλοῦς]] εὐστ. καὶ [[οὔριος]], [[leicht]], Soph. <i>Phil</i>. 769; von [[Soldaten]], εὐσταλέστατος ὁ [[ἱππεύς]] Xen. <i>Eq</i>. 7.8; bes. von leichtgerüsteten, Thuc. 3.22, der Schol. erkl. εὔζωνοι; Sp., wie Plut., εὐσταλῆ καὶ γυμνὰ σώματα <i>Crass</i>. 25; εὐσταλέστερος [[ὁπλισμός]], [[leichte]] [[Rüstung]], Dion.Hal. 7.59; εὐστ. τὸν ὄγκον, Plut. <i>Mar</i>. 34; übertragen, <i>[[gefällig]], [[anständig]]</i>, [[κόσμιος]] καὶ εὐσταλὴς [[ἀνήρ]], dem [[ὀγκώδης]] und [[ἐπαχθής]] entgeggstzt, Plat. <i>Men</i>. 90a; Luc. <i>Tim</i>. 54 τὸ [[σχῆμα]] εὐσταλὴς καὶ [[κόσμιος]] τὸ [[βάδισμα]] καὶ σωφρονικὸς τὴν ἀναβολήν, <i>auf einfachen [[Schmuck]] und [[anständige]] [[Haltung]] zu [[beziehen]]</i>, wie Diod. Com. bei Ath. VI.239c ποιήσας ἐμαυτὸν εὐσταλῆ, ὥστε μὴ ἐνοχλεῖν τὸν συμπότην; Plut. εὐσταλεῖς ἐποίησε ταῖς ἱερουργίαις καὶ περὶ τὰ πένθη πρᾳοτέρους, <i>Sol</i>. 12.<br><b class="num">• Adv.</b>, <i>ohne [[Umstände]], [[leicht]]</i>, καὶ [[κούφως]] ἐκτρέχειν Hdn. 4.15.3; <i>[[anständig]]</i>, ἀναβεβλημένοι Luc. <i>[[Hermot]]</i>. 18; vgl. Opp. <i>C</i>. 1.97.
}}
}}

Revision as of 12:31, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσταλής Medium diacritics: εὐσταλής Low diacritics: ευσταλής Capitals: ΕΥΣΤΑΛΗΣ
Transliteration A: eustalḗs Transliteration B: eustalēs Transliteration C: efstalis Beta Code: eu)stalh/s

English (LSJ)

ές, (στέλλω)
A well-equipped, στόλος A. Pers.795; of troops, light-armed, εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει Th.3.22; ἱππεὺς εὐσταλέστατος X.Eq.7.8, etc.; ὁπλισμὸς εὐσταλέστερος D.H.7.59; τὸ εὐσταλὲς πρὸς πόλεμον, = εὐστάλεια, Hdn.3.8.5.
2 convenient, neat, Hp.Fract. 37 (Comp.), prob. in Id.Mochl.1; convenient to handle, manageable, σωμάτιον Id.Superf.7 (Comp.); πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλής = a fair and easy voyage, S.Ph.780.
3 compact, εὐ. τὸν ὄγκον Plu.Mar.34; σώματα Id.2.353a; εὐ. δίαιτα light diet, Philum. ap. Orib.45.29.8.
4 correct in habit and manners, well-behaved, κόσμιος καὶ εὐ. ἀνήρ Pl.Men. 90a, cf. Diod.Com.2.17; orderly, ἱερουργίαι Plu.Sol.12; in dress, neat, trim, Luc.Tim.54.
II Adv. εὐσταλῶς, Ion. εὐσταλέως, of dress, well girt up, Hp.Off.3, Opp.C.1.97; of light-armed troops, κούφως καὶ εὐσταλῶς ἐκτρέχειν Hdn.4.15.1.
2 of bandaging, compactly, Hp.Off.9 (Sup.), Mochl.1 codd.
3 decently, in order, ταφῆναι Phld.Mort.31.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 bien équipé;
2 dont l'équipement est bien proportionné ou ne surcharge pas ; léger, alerte, souple;
3 en gén. de tenue correcte;
4 aisé, facile.
Étymologie: εὖ, στέλλω.

German (Pape)

ές, wohl ausgerüstet, zunächst von Schiffen, von der Flotte, στόλος Aesch. Pers. 781; πλοῦς εὐστ. καὶ οὔριος, leicht, Soph. Phil. 769; von Soldaten, εὐσταλέστατος ὁ ἱππεύς Xen. Eq. 7.8; bes. von leichtgerüsteten, Thuc. 3.22, der Schol. erkl. εὔζωνοι; Sp., wie Plut., εὐσταλῆ καὶ γυμνὰ σώματα Crass. 25; εὐσταλέστερος ὁπλισμός, leichte Rüstung, Dion.Hal. 7.59; εὐστ. τὸν ὄγκον, Plut. Mar. 34; übertragen, gefällig, anständig, κόσμιος καὶ εὐσταλὴς ἀνήρ, dem ὀγκώδης und ἐπαχθής entgeggstzt, Plat. Men. 90a; Luc. Tim. 54 τὸ σχῆμα εὐσταλὴς καὶ κόσμιος τὸ βάδισμα καὶ σωφρονικὸς τὴν ἀναβολήν, auf einfachen Schmuck und anständige Haltung zu beziehen, wie Diod. Com. bei Ath. VI.239c ποιήσας ἐμαυτὸν εὐσταλῆ, ὥστε μὴ ἐνοχλεῖν τὸν συμπότην; Plut. εὐσταλεῖς ἐποίησε ταῖς ἱερουργίαις καὶ περὶ τὰ πένθη πρᾳοτέρους, Sol. 12.
• Adv., ohne Umstände, leicht, καὶ κούφως ἐκτρέχειν Hdn. 4.15.3; anständig, ἀναβεβλημένοι Luc. Hermot. 18; vgl. Opp. C. 1.97.

Russian (Dvoretsky)

εὐστᾰλής:
1 хорошо снаряженный (στόλος Aesch.);
2 (тж. εὐ. τῇ ὁπλίσει Thuc.) легко вооруженный (σώματα τῶν Γαλατῶν Plut.);
3 хорошо сидящий в седле (ἱππεύς Xen.);
4 легкий, подвижной (σῶμα Plut. - ср. 2);
5 легкий, нетяжелый (εὐ. τὸν ὄγκον Plut.);
6 легкий, благополучный (πλοῦς Soph.);
7 (тж. εὐ. τὸ σχῆμα Luc.) чинный, благовоспитанный (ἀνήρ Plat.);
8 правильный, нормальный (ὑστέρα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐσταλής: -ές, (στέλλω) καλῶς παρεσκευασμένος, στόλος Αἰσχύλ. Πέρσ. 795∙ ἐπὶ στρατοῦ, ἐλαφρῶς ὡπλισμένος, Λατιν. expeditus, εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει Θουκ. 3. 22∙ ἱππεὺς εὐσταλέστατος Ξεν. Ἱππ. 7. 8, κτλ.∙ ὁπλισμὸς εὐσταλέστερος Διον. Ἁλ. 7. 59∙ τὸ εὐσταλὲς πρὸς πόλεμον = εὐστάλεια, Ἡρῳδιαν. 3. 8. 2) ἁπλοῦς, εὔκολος, Ἱππ. Μοχλ. 841∙ πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλής, καλὸν καὶ εὔκολον ταξείδιον, Σοφ. Φιλ. 780. 3) συμπαγής, ὑστέρα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 6, 14∙ εὐσταλὴς τὸν ὄγκον, τῷ σώματι Πλουτ. Μάρ. 34, κτλ. 4) καλὸς τὸ ἦθος καὶ τοὺς τρόπους, εὐπρεπής, χαρίεις, κόσμιος καὶ εὐστ. ἀνὴρ Πλουτ. Μένων 90Α, πρβλ. Διόδ. Κωμ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 17, Πλουτ. Σόλων 12: - κατὰ τὴν στολὴν ἢ ἐνδυμασίαν, εὐπρεπής, τὸ σχῆμα εὐσταλὴς Λουκ. Τίμ. 54. ΙΙ. Ἐπίρρ. -λῶς, Ἰων. -λέως, ἐπὶ στολῆς, Ὀππ. Κυν. 1. 97, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740∙ ἐπὶ ἐλαφρῶς ὡπλισμένων στρατευμάτων, Ἡρῳδιαν. 4. 15. 2) κομψῶς, κοσμίως, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐσταλής, -ές)
με ωραίο παράστημα και ευπρεπή ενδυμασία
μσν.-αρχ.
ευπρεπής, κόσμιος
αρχ.
1. (για στρατιώτη) ο ελαφρά οπλισμένος
2. ο ελαφρός («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.)
3. πρόσφορος, κατάλληλος
4. ευμεταχείριστος
5. άνετος, εύκολος («πλοῦς εὐσταλής», Σοφ.)
6. συμπαγής, στερεός
7. (για τροφή) σε κανονική ποσότητα
8. αυτός που έχει κανονική διατροφή («ταῖς διαίταις εὐσταλεῖς ὄντες», Δίων Κάσσ.)
9. (για ενδύματα) ο κομψός
10. αυτός που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα («εὐσταλεῖς ἐποίησε τὰς ἱερουργίας», Πλούτ.)
11. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσταλές
η κατάλληλη προετοιμασία.
επίρρ...
εὐσταλῶς (ΑΜ) (Α και εὐσταλέως)
ευπρεπώς, με σεμνότητα
αρχ.
1. (για ενδύματα) με καλό τρόπο ραψίματος
2. (για στρατιώτες) με ελαφρό οπλισμό
3. (για επιδέσμους) στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σταλής (< εστάλην του στέλλω), πρβλ. ασταλής, μονοσταλής].

Greek Monotonic

εὐστᾰλής: -ές (στέλλω),·
1. καλά εφοδιασμένος, σε Αισχύλ.· λέγεται για στρατιώτες, ψιλά, ελαφρά οπλισμένοι, Λατ. expeditus, σε Θουκ., Ξεν.
2. απλός, εύκολος, ευχάριστος, σε Σοφ.
3. καλοδεμένος, καλοσυσκευασμένος, συμπαγής, σε Πλούτ.
4. αυτός που έχει καλή συμπεριφορά, αυτός που έχει καλούς τρόπους, σε Πλάτ.· λέγεται για τα ρούχα, καθαρός και περιποιημένος, συγυρισμένος, φροντισμένος, ευπρεπής, σε Λουκ.

Middle Liddell

εὐ-στᾰλής, ές στέλλω
1. well-equipt, Aesch.; of troops, light-armed, Lat. expeditus, Thuc., Xen.
2. well-conducted, favourable, Soph.
3. well-packed, compact, Plut.
4. well-behaved, mannerly, Plat.: —in dress, neat, trim, Luc.

English (Woodhouse)

lightly equipped, well equipped

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=καλά ἑτοιμασμένος, ἐλαφρά ὁπλισμένος, μέ ὡραία ἐμφάνιση). Ἀπό τό εὖ + σταλῆναι τοῦ στέλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.