κάλος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=ka/los
|Beta Code=ka/los
|Definition=ὁ, v. [[κάλως]].
|Definition=ὁ, v. [[κάλως]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>ion. et épq. c.</i> [[κάλως]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, ion. und ep. = [[κάλως]].
}}
{{elru
|elrutext='''κάλος:''' (ᾰ) ὁ эп.-ион. Hom. = [[κάλως]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κάλος''': ὁ, [[σχοινίον]], ἴδε ἐν λ. [[κάλως]].
|lstext='''κάλος''': ὁ, [[σχοινίον]], ἴδε ἐν λ. [[κάλως]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>ion. et épq. c.</i> [[κάλως]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 26: Line 32:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κάλος -α -ον Aeol. voor καλός.<br />κάλος -ου, ὁ ep. en Ion. voor κάλως.
|elnltext=κάλος -α -ον Aeol. voor καλός.<br />κάλος -ου, ὁ ep. en Ion. voor κάλως.
}}
{{elru
|elrutext='''κάλος:''' (ᾰ) ὁ эп.-ион. Hom. = [[κάλως]].
}}
}}

Latest revision as of 12:33, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλος Medium diacritics: κάλος Low diacritics: κάλος Capitals: ΚΑΛΟΣ
Transliteration A: kálos Transliteration B: kalos Transliteration C: kalos Beta Code: ka/los

English (LSJ)

ὁ, v. κάλως.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ion. et épq. c. κάλως.

German (Pape)

ὁ, ion. und ep. = κάλως.

Russian (Dvoretsky)

κάλος: (ᾰ) ὁ эп.-ион. Hom. = κάλως.

Greek (Liddell-Scott)

κάλος: ὁ, σχοινίον, ἴδε ἐν λ. κάλως.

English (Autenrieth)

(Att. κάλως): pl., ropes, halyards; passing through a hole at the top of the mast, then made fast at the bottom, and serving to hoist and lower the yard. (See cut.)

Greek Monolingual

(I)
κάλος, ὁ (Α)
βλ. κάλως.
(II)
και κάλλος, ὁ
1. περιγεγραμμένη υπερκεράτωση του δέρματος, συν. τών άκρων, τύλος
2. φρ. α) «τον πάτησα στον κάλο» — τον έθιξα στο πιο ευπαθές σημείο
β) «έχει κάλο (στον εγκέφαλο)» — είναι ανόητος, είναι παράλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. callo < λατ. callus ή callum].

Greek Monotonic

κάλος: ὁ, Επικ. και Ιων. αντί κάλως, σχοινί.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάλος -α -ον Aeol. voor καλός.
κάλος -ου, ὁ ep. en Ion. voor κάλως.