οἶμος: Difference between revisions
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ, <i>att.</i> ἡ)<br /><b>I.</b> [[chemin]], [[route]];<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> longée (<i>cf. lat.</i> tractus), <i>d'où</i><br /><b>1</b> [[trait]], [[ligne]];<br /><b>2</b> [[région]], [[contrée]].<br />'''Étymologie:''' R. Ἰ, aller ; cf. [[εἶμι]]. | |btext=ου (ὁ, <i>att.</i> ἡ)<br /><b>I.</b> [[chemin]], [[route]];<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> longée (<i>cf. lat.</i> tractus), <i>d'où</i><br /><b>1</b> [[trait]], [[ligne]];<br /><b>2</b> [[région]], [[contrée]].<br />'''Étymologie:''' R. Ἰ, aller ; cf. [[εἶμι]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, und bei Attikern wie [[ὁδός]] auch ἡ (*[[οἴω]], s. [[φέρω]]), <i>Weg, Gang, Bahn</i>; Hes. <i>O</i>. 292; [[ὀλισθηρός]], Pind. <i>P</i>. 2.96; [[ἐπίκρυφος]], <i>Ol</i>. 8.69, vom [[Lebenswandel]]; οἶμον [[ἴσαμι]] βραχύν, <i>P</i>. 4.248; λευρὰν γὰρ οἶμον αἰθέρος ψαίρει, Aesch. <i>Prom</i>. 394; ὀρθὴν παρ' οἶμον, Eur. <i>Alc</i>. 838; und so fem. auch Hes. bei Plat. <i>Phaed</i>. 108a; τὸν αὐτὸν οἶμον πορευόμενοι, Plat. <i>Rep</i>. III.420b; – auch <i>Lauf, [[Reise]]</i>, Sp. – Übh. <i>ein [[Streif]], [[Strich]]</i>, [[δέκα]] οἶμοι [[ἔσαν]] [[μέλανος]] κυάνοιο, [[δώδεκα]] δὲ χρυσοῖο, <i>Il</i>. 11.24, <i>[[Streifen]] von [[Stahl]] und [[Gold]] auf dem [[Harnisch]]; [[Landstrich]]</i>, Aesch. <i>Prom</i>. 2.<br>übertragen wie [[οἴμη]], vom Gesange, [[οἶμος]] ἀοιδῆς, <i>die [[Weise]] des Liedes, H.h. Merc</i>. 451, μύθων, Philet. 9. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 45: | Line 48: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[δρόμος]], μονοπάτι, [[πορεία]] τοῦ τραγουδιοῦ). Σχετίζεται μέ τά: [[οἶμα]], [[οἴμη]]. Ἀπό τό [[εἶμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=(=[[δρόμος]], μονοπάτι, [[πορεία]] τοῦ τραγουδιοῦ). Σχετίζεται μέ τά: [[οἶμα]], [[οἴμη]]. Ἀπό τό [[εἶμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 30 November 2022
English (LSJ)
(οἷμος S.Ichn.168, Call.Aet.Oxy.2079.27, Parth.Fr.31, Epigr.Gr. (v. infr.), Hdn.Gr.1.546, cf. φροίμιον), ὁ, also ἡ (v. infr.), A way, road, path, Hes.Op.290, Pi.P.4.248; λευρὸν οἶ. αἰθέρος A.Pr. 396; ἁπλῆ οἶ. εἰς Ἅιδου φέρει Id.Fr.239; ὀρθὴν παρ' οἶ., ἣ 'πὶ Λάρισαν φέρει E.Alc.835; ἐς τὴν παραπλησίην οἶ. ἐμπίπτουσιν Hp. Decent.4; τὸν αὐτὸν οἶ. πορευόμενοι Pl.R.420b; ἄλλην οἶ. ἐκπορεύεται Men.681; λυγρήν θ' οἷ. ἔβην Epigr.Gr.227 (Teos). 2 stripe, οἶμοι κυάνοιο stripes or layers of cyanos, Il.11.24. 3 strip of land, tract, country, Σκύθην ἐς οἶ. A.Pr.2. 4 metaph., οἶμος ἀοιδῆς the course or strain of song, h.Merc.451; ἐπέων οἶμον λιγύν Pi.O.9.47, cf. P. 2.96, Call.Jov.78.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, att. ἡ)
I. chemin, route;
II. p. ext. longée (cf. lat. tractus), d'où
1 trait, ligne;
2 région, contrée.
Étymologie: R. Ἰ, aller ; cf. εἶμι.
German (Pape)
ὁ, und bei Attikern wie ὁδός auch ἡ (*οἴω, s. φέρω), Weg, Gang, Bahn; Hes. O. 292; ὀλισθηρός, Pind. P. 2.96; ἐπίκρυφος, Ol. 8.69, vom Lebenswandel; οἶμον ἴσαμι βραχύν, P. 4.248; λευρὰν γὰρ οἶμον αἰθέρος ψαίρει, Aesch. Prom. 394; ὀρθὴν παρ' οἶμον, Eur. Alc. 838; und so fem. auch Hes. bei Plat. Phaed. 108a; τὸν αὐτὸν οἶμον πορευόμενοι, Plat. Rep. III.420b; – auch Lauf, Reise, Sp. – Übh. ein Streif, Strich, δέκα οἶμοι ἔσαν μέλανος κυάνοιο, δώδεκα δὲ χρυσοῖο, Il. 11.24, Streifen von Stahl und Gold auf dem Harnisch; Landstrich, Aesch. Prom. 2.
übertragen wie οἴμη, vom Gesange, οἶμος ἀοιδῆς, die Weise des Liedes, H.h. Merc. 451, μύθων, Philet. 9.
Russian (Dvoretsky)
οἶμος: ὁ, атт. тж. ἡ
1 путь, дорога (λευρός Aesch.; ὀλισθηρός Pind.; ὀρθή ййй Eur.);
2 полоса, полоска: οἶμοι δώδεκα χρυσοῖο Hom. десять золотых полос (на броне);
3 край, земля, страна (ἥκομεν Σκύθην ἐς οἶμον! Aesch.);
4 муз. строй, лад, напев (ἀοιδῆς HH).
Greek (Liddell-Scott)
οἶμος: ὁ, παρὰ δὲ τοῖς Ἀττ. ὡς καὶ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. καὶ ἡ, (ὡς ἡ ὁδός)· - ὁδός, δρόμος, ἀτραπός, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 288, Πινδ. Π. 2. 175., 4. 441· λευρὸν οἶμον αἰθέρος Αἰσχύλ. Πρ. 394 ἁπλῆν οἶμον ... εἰς Ἄιδου φέρειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 222· ὀρθὴν παρ’ οἶμον, ἢ ’πὶ Λάρισαν φέρει Εὐρ. Ἄλκ. 835· τὸν αὐτὸν οἶμον πορεύεσθαι Πλάτ. Πολ. 420Β· ἄλλην οἶμον ἐκπορεύεται Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 467· λυγρὴν τ’ οἶμον ἔβην Ἑλλ. Ἐπιγρ. 227. 2) σειρά, ἔλασμα, οἶμοι κυάνοιο, σειραὶ ἢ γραμμαὶ ἐκ κυάνου (ἐπὶ τοῦ θώρακος), Ἰλ. Λ. 24. 3) λωρίς, μέρος γῆς, χώρα, Σκύθην ἐς οἶμον Αἰσχύλ. Πρ. 2. 4) μεταφ., οἶμος ἀοιδῆς, ὁ τρόπος, τὸ μέλος, ὁ «ἦχος» τοῦ ᾄσματος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 451, Πινδ. Ο. 9. 72· πρβλ. οἶμα, οἴμη.
English (Autenrieth)
course, stripe, band, pl., Il. 11.24†.
English (Slater)
οἶμος (-ος, -ον.) path ἀπεθήκατο νόστον ἔχθιστον καὶ ἀτιμότεραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκρυφον οἶμον (O. 8.69) πάντ' ἐπ οἶμον *fr. 107a. 6.* met. ποτὶ κέντρον δέ τοι λακτιζέμεν τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος (P. 2.96) καί τινα οἶμον ἴσαμι βραχύν (P. 4.248) ἔγειρ' ἐπέων σφιν οἶμον λιγύν (O. 9.47)
Greek Monolingual
οἶμος, ὁ και ἡ και οἷμος, ὁ (Α)
1. δρόμος, οδός, ατραπός («τὸν αὐτὸν οἶμον... πορευόμενοι», Πλάτ.)
2. λωρίδα, γραμμή («δέκα οἴμοι ἔσαν μέλανος κυάνιο, δώδεκα δὲ χρυσοῑο καὶ εἴκοσι κασσιτέροιο», Ομ. Ιλ.)
3. μέρος χώρας, λωρίδα γης, χώρα
4. μτφ. (για άσμα) η μελωδία, ο ήχος, το μέλος («φοίβου δὲ λύρης εὖ εἰδότας οἴμους», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. οἶμος / οἶμος μαρτυρείται και με δασεία, γεγονός που εμποδίζει να αναχθεί σε oimo- (πρβλ. εἶμι «έρχομαι» και αρχ. ινδ. eman- «πορεία, βάδισμα»). Πολλοί θεωρούν ότι η λ. πρέπει να αναχθεί σε oi-smo και να συνδεθεί με λιθουαν. eismē «κίνηση, βάδισμα». Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανάγεται σε Fοῖμος από ρίζα wei- (πρβλ. εἴσομαι και ἵεμαι), ενώ κατ' άλλους η λ. συνδέεται με τον επίσης αβέβαιης ετυμολ. τ. οἱρών].
Greek Monotonic
οἶμος: ὁ και ἡ,
1. δίοδος, δρόμος, μονοπάτι, σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.·
2. λωρίδα, σειρά, αράδα, σε Ομήρ. Ιλ.
3. λωρίδα γης, έκταση, αγρός, Σκύθην ἐς οἶμον, σε Αισχύλ.
4. μεταφ., μουσική κλίμακα ή η μελωδία ενός τραγουδιού, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. (also f. after ὁδός a.o.; Schwyzer- Debrunner 34 n. 3).
Meaning: streak (Λ 24 οἶμοι κυάνοιο, on a θώρηξ), path, road, track, also strip, tract of land (Hes. Op. 290, Pi., trag., Pl., Call., Men.), also connected with song and play (s. οἴμη).
Other forms: (also οἷμος, s. below).
Compounds: Few compp.: δύσ-οιμος (τύχα A. Ch. 945 [lyr.]; after H. = ἐπὶ κακῳ̃ ἥκουσα, δύσοδος). ἄοιμος ἄπορος and πάροιμος ὁ γείτων H. -- On παροιμία s.v.; cf. also ἑτοῖμος.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: As an aspirated form οἷμος is ascertained (e.g. Hdn. Gr. 1, 546; cf. also φροίμιον [s. οἴμη] and ἄοιμος), an IE basis *oi-mo-: Skt. é-man- n. path, walk (to εἶμι; Curtius 401, also Schwyzer 381) cannot be considered as probable. Against the modification therefor proposed by Sommer Lautst. 29 *oi-s-mo- (to Lith. eimė̃ f. going, stride, movement) Osthoff Arch. f. Religionswiss. 11, 63, who earlier (BB 24, 168 ff.) proposed for it *Ϝοῖ-μο-ς, to ἵεμαι move forward (s. v.). Diff. Schulze Kl. Schr. 665: to οἱρών εὑθυωρία' (s.v.); on this cf. Specht KZ 66, 27 n. 3. -- Here perhaps also οἴμη, s. v. DELG frankly calls the origin obscure.
Middle Liddell
οἶμος, ὁ, ἡ,
1. a way, road, path, Hes., Aesch., etc.
2. a stripe, layer Il.
3. a strip of land, tract, country, Σκύθην ἐς οἶμον Aesch.
4. metaph. the course or strain of song, Hhymn., Pind.
Frisk Etymology German
οἶμος: {oĩmos}
Forms: (auch οἷμος, s. u.)
Grammar: m. (auch f. nach ὁδός u.a.; Schwyzer- Debrunner 34 A. 3)
Meaning: Streifen (Λ 24 οἶμοι κυάνοιο, am θώρηξ), Gang, Weg, Pfad, auch Landstreifen, Gegend (Hes. Op. 290, Pi., Trag., Pl., Kall., Men. u.a.), auch auf Gesang und Spiel bezogen (s. οἴμη).
Composita: Einige seltene Kompp.: δύσοιμος (τύχα A. Ch. 945 [lyr.]; nach H. = ἐπὶ κακῳ̃ ἥκουσα, δύσοδος). ἄοιμος· ἄπορος und πάροιμος· ὁ γείτων H. — Zu παροιμία s.bes.; vgl. auch ἑτοῖμος.
Etymology: Da eine aspirierte Nebenform οἷμος gesichert ist (z.B. Hdn. Gr. 1, 546; vgl. auch φροίμιον [s. οἴμη und ἄοιμος), kann eine idg. Grundform *oi-mo-: aind. é-man- n. Bahn, Gang (zu εἶμι; Curtius 401, auch Schwyzer 381) nicht als wahrscheinlich gelten. Gegen die deshalb von Sommer Lautst. 29 vorgeschlagene Modifikation *oi-s-mo- (zu lit. eimė̃ f. Gehen, Schreiten, Bewegung) Osthoff Arch. f. Religionswiss. 11, 63, der schon früher (BB 24, 168 ff. m. Lit.) dafür *ϝοῖμος, zu ἵεμαι sich vorwärts bewegen (s. d.), angesetzt hatte. Anders Schulze Kl. Schr. 665: zu οἱρών ’εὐθυωρία’ (s.d.); dazu Specht KZ 66, 27 A. 3. — Hierher vielleicht auch οἴμη, s. d.
Page 2,363
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=δρόμος, μονοπάτι, πορεία τοῦ τραγουδιοῦ). Σχετίζεται μέ τά: οἶμα, οἴμη. Ἀπό τό εἶμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.