προπίτνω: Difference between revisions
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προ-πίτνω praes., zie προπίπτω. | |elnltext=προ-πίτνω praes., zie προπίπτω. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[προπιτνέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προπίτνω:''' ποιητ. αντί [[προπίπτω]], [[πέφτω]] στα [[γόνατα]], [[πρηνής]], <i>ἐς γᾶν</i>, σε Αισχύλ., Σοφ. | |lsmtext='''προπίτνω:''' ποιητ. αντί [[προπίπτω]], [[πέφτω]] στα [[γόνατα]], [[πρηνής]], <i>ἐς γᾶν</i>, σε Αισχύλ., Σοφ. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:38, 30 November 2022
English (LSJ)
fall prostrate, ἐς γᾶν A.Pers.588 (lyr.); of a suppliant, S.El.1380.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
tomber en avant ; particul. tomber à genoux en suppliant.
Étymologie: πρό, πίτνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-πίτνω praes., zie προπίπτω.
German (Pape)
= προπιτνέω.
Russian (Dvoretsky)
προπίτνω: (только praes.) падать ниц (ἐς γᾶν Aesch.): αἰτῶ, προπίτνω, λίσσομαι Soph. прошу, припадаю к стопам, умоляю.
Greek (Liddell-Scott)
προπίτνω: πίπτω πρηνής, προσπίπτω, ἐς γᾶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 588 ἐπὶ ἱκέτου, Σοφ. Ἠλ. 1380. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λέξ. πίτνω.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) πέφτω πρηνής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πίτνω, ποιητ. τ. του πίπτω.
Greek Monotonic
προπίτνω: ποιητ. αντί προπίπτω, πέφτω στα γόνατα, πρηνής, ἐς γᾶν, σε Αισχύλ., Σοφ.