συνοίομαι: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συνοίομαι [[[σύν]], [[οἴομαι]]] [[van dezelfde mening zijn]].
|elnltext=συνοίομαι [[[σύν]], [[οἴομαι]]] [[van dezelfde mening zijn]].
}}
{{pape
|ptext=([[οἴομαι]]), dep. pass., <i>mit einem Andern [[glauben]], derselben [[Meinung]] sein</i>, Plat. <i>Theaet</i>. 171a, <i>Rep</i>. VII.517c, καὶ [[τόδε]] ξυνοιήθητι.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor1 -ῳήθην<br />Dep. to [[hold]] the [[same]] [[opinion]] with others, to [[assent]], Plat.
|mdlsjtxt=aor1 -ῳήθην<br />Dep. to [[hold]] the [[same]] [[opinion]] with others, to [[assent]], Plat.
}}
{{pape
|ptext=([[οἴομαι]]), dep. pass., <i>mit einem Andern [[glauben]], derselben [[Meinung]] sein</i>, Plat. <i>Theaet</i>. 171a, <i>Rep</i>. VII.517c, καὶ [[τόδε]] ξυνοιήθητι.
}}
}}

Revision as of 12:38, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοίομαι Medium diacritics: συνοίομαι Low diacritics: συνοίομαι Capitals: ΣΥΝΟΙΟΜΑΙ
Transliteration A: synoíomai Transliteration B: synoiomai Transliteration C: synoiomai Beta Code: sunoi/omai

English (LSJ)

aor. -ῳήθην, hold the same opinion, assent, ἐγὼ . . σ. Pl. R.500a; εἰ . . αὐτὸς μὲν ᾤετο, τὸ δὲ πλῆθος μὴ σ. Id.Tht.171a: with neut. pron., αὐτὸ τοῦτο σ. assent to . ., Id.R.500b; καὶ τόδε συνοιήθητι ib.517c.

French (Bailly abrégé)

être du même avis ; τι en qch.
Étymologie: σύν, οἰκτίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοίομαι [σύν, οἴομαι] van dezelfde mening zijn.

German (Pape)

(οἴομαι), dep. pass., mit einem Andern glauben, derselben Meinung sein, Plat. Theaet. 171a, Rep. VII.517c, καὶ τόδε ξυνοιήθητι.

Russian (Dvoretsky)

συνοίομαι: думать так же, соглашаться: καὶ τόδε ξυνοιήθητι Plat. согласись же и вот с чем.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνοίομαι Α
έχω την ίδια γνώμη με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + οἴομαι «νομίζω, πιστεύω, θεωρώ»].

Greek Monotonic

συνοίομαι: αόρ. αʹ -ῳήθην, αποθ., έχω την ίδια γνώμη με άλλους, συναινώ, συγκατανεύω, συμφωνώ, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνοίομαι: ἀόρ. -ῳήθην, ἀποθετ., ἔχω τὴν αὐτὴν γνώμην, συναινῶ, ἐγώ... ξ. Πλάτ. Πολ. 500Α· εἰ... αὐτὸς μὲν ᾤετο, τὸ δὲ πλῆθος μὴ συνοίεται ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ, 171Α· μετ’ οὐδετ. ἀντων., καὶ ἐγὼ ἀμέλει, ἔφη, ξυνοίομαι. οὐκοῦν καὶ αὐτὸ τοῦτο ξυνοίει. τοῦ..., συναινεῖς ὅτι..., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 500Β· καὶ τόδε ξυνοιήθητι αὐτόθι 517C.

Middle Liddell

aor1 -ῳήθην
Dep. to hold the same opinion with others, to assent, Plat.