ὑπτίασμα: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />position renversée : ὑπτιάσματα χερῶν ESCHL mains étendues et renversées <i>(attitude des suppliants)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπτιάζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />position renversée : ὑπτιάσματα χερῶν ESCHL mains étendues et renversées <i>(attitude des suppliants)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπτιάζω]].
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>das Zurückgebeugte</i>; – ὑπτιάσματα χερῶν, <i>das [[Flehen]] mit emporgestreckten und gegen die [[Brust]] zurückgebogenen [[Armen]]</i>, Aesch. <i>Prom</i>. 1007; aber [[ὑπτίασμα]] κειμένου πατρός, <i>das Hinstrecken, der [[Sturz]], Ag</i>. 1258; – <i>das [[Vernachlässigte]]</i>.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑπτίασμα]], ατος, τό, [from [[ὑπτιάζω]]<br />that [[which]] is laid [[back]], ὑπτιάσματα χερῶν [[supplication]] with hands upstretched, Lat. supinis manibus, Aesch.; [[ὑπτίασμα]] κειμένου πατρός his [[father]]'s [[body]] as it lies [[supine]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[ὑπτίασμα]], ατος, τό, [from [[ὑπτιάζω]]<br />that [[which]] is laid [[back]], ὑπτιάσματα χερῶν [[supplication]] with hands upstretched, Lat. supinis manibus, Aesch.; [[ὑπτίασμα]] κειμένου πατρός his [[father]]'s [[body]] as it lies [[supine]], Aesch.
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>das Zurückgebeugte</i>; – ὑπτιάσματα χερῶν, <i>das [[Flehen]] mit emporgestreckten und gegen die [[Brust]] zurückgebogenen [[Armen]]</i>, Aesch. <i>Prom</i>. 1007; aber [[ὑπτίασμα]] κειμένου πατρός, <i>das Hinstrecken, der [[Sturz]], Ag</i>. 1258; – <i>das [[Vernachlässigte]]</i>.
}}
}}

Revision as of 13:05, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπτίασμα Medium diacritics: ὑπτίασμα Low diacritics: υπτίασμα Capitals: ΥΠΤΙΑΣΜΑ
Transliteration A: hyptíasma Transliteration B: hyptiasma Transliteration C: yptiasma Beta Code: u(pti/asma

English (LSJ)

ατος, τό, that which is laid back, ὑπτιάσματα χερῶν attitudes of supplication with hands upstretched, A.Pr.1005; ὑ. κειμένου πατρός his father's body as it lies supine, Id.Ag.1285.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
position renversée : ὑπτιάσματα χερῶν ESCHL mains étendues et renversées (attitude des suppliants).
Étymologie: ὑπτιάζω.

German (Pape)

τό, das Zurückgebeugte; – ὑπτιάσματα χερῶν, das Flehen mit emporgestreckten und gegen die Brust zurückgebogenen Armen, Aesch. Prom. 1007; aber ὑπτίασμα κειμένου πατρός, das Hinstrecken, der Sturz, Ag. 1258; – das Vernachlässigte.

Russian (Dvoretsky)

ὑπτίασμα: ατος τό опрокинутость: ὑ. κειμένου πατρός Aesch. лежащее навзничь тело отца; ὑπτιάσμασιν χερῶν Aesch. с закинутыми (в знак мольбы) руками.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπτίασμα: τό, τὸ κείμενον ὕπτιον, ὑπτιάσματα χερῶν, στάσις ὑπτία, στάσις τῶν χειρῶν ἱκετεύοντος, Λατ. supinis manibus, Αἰσχύλ. Πρ. 1005· τὸ πτῶμα, ὁ θάνατος, ὑπτίασμα κειμένου πατρός, τὸ σῶμα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ τὸ κείμενον ὕπτιον, δηλ. ὁ θάνατος αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγαμ. 1284.

Greek Monolingual

-άσματος, τὸ, Α ὑπτιάζω
(ποιητ. τ.)
1. καθετί που βρίσκεται σε ύπτια θέση
2. (κατ' επέκτ.) α) πτώμα
β) θάνατος
3. φρ. «ὑπτιάσματα χειρῶν» — η ύπτια στάση τών χεριών ανθρώπου που ικετεύει (Αισχύλ.).

Greek Monotonic

ὑπτίασμα: -ατος, τό, αυτό που βρίσκεται σε ύπτια θέση, ξαπλωμένο ανάσκελα, ὑπτιάσματα χερῶν, ικεσία που εκτελείται με χέρια τεντωμένα προς τα πάνω, Λατ. supinis manibus, σε Αισχύλ.· ὑπτίασμα κειμένου πατρός, το σώμα του πατέρα του καθώς βρίσκεται σε ύπτια θέση, στον ίδ.

Middle Liddell

ὑπτίασμα, ατος, τό, [from ὑπτιάζω
that which is laid back, ὑπτιάσματα χερῶν supplication with hands upstretched, Lat. supinis manibus, Aesch.; ὑπτίασμα κειμένου πατρός his father's body as it lies supine, Aesch.