βλέμμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />regard.<br />'''Étymologie:''' [[βλέπω]].
|btext=ατος (τό) :<br />regard.<br />'''Étymologie:''' [[βλέπω]].
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=ce qu'on voit
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 51: Line 54:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κοίταγμα]], [[ματιά]], τό [[μάτι]]). Ἀπό τό [[βλέπω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[κοίταγμα]], [[ματιά]], τό [[μάτι]]). Ἀπό τό [[βλέπω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=ce qu'on voit
}}
}}
{{trml
{{trml

Revision as of 16:15, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλέμμα Medium diacritics: βλέμμα Low diacritics: βλέμμα Capitals: ΒΛΕΜΜΑ
Transliteration A: blémma Transliteration B: blemma Transliteration C: vlemma Beta Code: ble/mma

English (LSJ)

ατος, τό, look, glance, E.HF306, Ar.Pl.1022, D.21.72, Antiph.235, 2 Ep.Pet.2.8, POxy.471.60 (ii A. D.); eyesight, AP9.159; βλεμμάτων βολή A.Fr.242.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1mirada βλεμμάτων ῥέπει βολή A.Fr.242, οὐδὲ τὸ β. αὐτὸ κατὰ χώραν ἔχει Ar.Pl.367, οὐδ' ἂν ἀπαγγεῖλαι δύναιθ' ἑτέρῳ, τῷ σχήματι, τῷ βλέμματι, τῇ φωνῇ D.21.72, ἀμφότερα μηνύει γὰρ ἀπὸ τῶν βλεμμάτων Antiph.232.4, cf. Arist.Pr.958a18, βλέμματι γὰρ καὶ ἀκοῇ ὁ δίκαιος ἐγκατοικῶν ἐν αὐτοῖς 2Ep.Petr.2.8, cf. Philostr.VS 491, τὸ β. καὶ τὸ χρῶμα τοῦ προσώπου Gal.14.632, β. μόνον ἤρκεσε τηρουμένης παρθένου Ach.Tat.1.9.3, τὸ β. οὐ μετατρεπόμενον D.Chr.1.71, cf. 79, ἦν σφόδρα βουλομένης τὸ β. Aristaenet.1.16.26, 2.5.4, μή σου τὸ β. ἁμαρτανέτω Cyr.H.Procatech.8, cf. Gel.Cyz.HE 2.19.20, ῥεμβῶδες Plu.2.45d, cf. 680e, 780a, ἄθυμον X.Eph.1.5.2, cf. 13.3, περίπικρον Herm.Sim.6.2.5, τετραμμένον εἰς γῆν Clem.Al.Fr.44.
2 sentido de la vista τὰ τοῦ σώματος αἰσθητήρια, β., ἀκοή, καὶ τὰ ἄλλα Epiph.Const.Haer.9.4.11
ojo λέγω δὲ τά τε χρώματα, ῥάμφη, ὄνυχας, βλέμματα ... καὶ τὰ λοιπὰ πάντα Hom.Clem.3.34, γλυκεροῦ βλέμματος ὀρφανίσας AP 9.159
fig. de la mente ὡς ἀγαθὸς πύκτης, ἀμετεώριστον ἔχει τὸ τῆς ψυχῆς β. Basil.M.31.208A, τοῦ φρονήματος τὸ β. Mac.Magn.Apocr.2.21 (p.44), τῷ τῆς διανοίας βλέμματι Gel.Cyz.HE 2.19.22.
II aspecto ἓν ἦμαρ ἡδὺ βλέμμ' ἔχειν μόνον E.HF 306, τὸ β. θ' ὡς ἔχοιμι μαλακὸν καὶ καλόν Ar.Pl.1022, cf. Philetaer.5, τοῦ Πολέμου τοῦ βλέμματος Ar.Pax 239, κακοῦργος εὐθὺς ἀπὸ τοῦ βλέμματος Men.Dysc.258, β. ... θαυμάζοντες αὐτοῦ Plu.2.84e, cf. Gal.17(2).146, Philostr.VA 3.36, Aristaenet.1.13.33, ἀναίσχυντον POxy.471.60 (II d.C.), πρὸς τὸ σύνηθες β. ἀποκαθιστάμενος Hld.1.3.6.

German (Pape)

[Seite 448] τό, der Blick, Anblick, Eur. Herc. fur. 306; μαλακόν Ar. Plut. 1022; vgl. 367; Dem. 21, 72; Sp.; βλέμματα, die Augen, Aesch. frg. 224; Antiphan. Ath. II, 38 b.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
regard.
Étymologie: βλέπω.

French (New Testament)

ce qu'on voit

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλέμμα -ατος, τό βλέπω blik:. εὐθὺς ἀπὸ βλέμματος bij eerste aanblik Men. Dysc. 258.

Russian (Dvoretsky)

βλέμμα: ατος τό βλέπω
1 взгляд, взор Aesch., Arph., Dem., Plut.;
2 pl. глаза Aesch.

Middle Liddell

βλέπω
a look, glance, Eur., Ar.

English (Abbott-Smith)

βλέμμα, -τος, τό (< βλέπω),
a look, a glance: βλέμματι καὶ ἀκοῇ, II Pe 2:8, sight and hearing, a sense not found for β. in Gk. lit., but perhaps recognized in the vernacular (ICC, in l.)†

English (Strong)

from βλέπω; vision (properly concrete; by implication, abstract): seeing.

English (Thayer)

βλεμματος, τό (βλέπω); "a look, glance: βλέμματι καί ἀκοή, in seeing and hearing," Euripides, Aristophanes, Demosthenes, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

το (AM βλέμμα) βλέπω
ματιά, κοίταγμα
νεοελλ.
η έκφραση των ματιών όταν είναι προσηλωμένα κάπου («άγριο, γλυκό, λυπημένο κ.λπ. βλέμμα»)
αρχ.
το μάτι.

Greek Monotonic

βλέμμα: -ατος, τό (βλέπω), ματιά, γρήγορο κοίταγμα, σε Ευρ., Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

βλέμμα: τό, (βλέπω) = κύτταγμα, «ματιά», Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 306. Ἀριστοφ. Πλ. 1022, Δημ., κτλ.· αὐτὸς ὁ ὀφθαλμός, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238. Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 12.

Chinese

原文音譯:blšmma 不練馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:投 觀看
字義溯源:視覺,視力,一瞥,觀看,看見;源自(βλέπω)*=看見)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 看見(1) 彼後2:8

Mantoulidis Etymological

(=κοίταγμα, ματιά, τό μάτι). Ἀπό τό βλέπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

glance

Belarusian: погляд; Bulgarian: бегъл поглед, поглед; Catalan: cop d'ull, ullada, llambregada; Chinese Mandarin: 一瞥, 一眼; Czech: letmý pohled, pohled; Danish: blik, øjekast; Esperanto: okulĵeto; Estonian: pilk; Finnish: silmäys, vilkaisu; French: coup d'œil; German: Blick, Streifblick; Ancient Greek: βλέμμα; Irish: spléachadh, súilfhéachaint; Italian: sguardo, occhiata, scorsa, guardata, sbirciata; Japanese: 一目; Korean: 일견(一見); Norman: coup d'yi; Norwegian Bokmål: blikk; Nynorsk: blikk; Old Norse: tillit; Polish: pogląd, rzut oka; Portuguese: relance, olhadela; Russian: взгляд; Scottish Gaelic: sùil, plathadh; Slovak: pohľad; Spanish: vistazo; Swedish: blick; Tocharian B: pilko; Ukrainian: погляд; Volapük: loged viföfik; Welsh: trem

look

Arabic: نَظْرَة‎; Hijazi Arabic: نَظْرَة‎, شوفة‎; Basque: so; Belarusian: погляд, позірк; Bulgarian: поглед; Catalan: ullada, cop d'ull, mirada; Chinese Mandarin: 目光, 一見, 一见; Czech: pohled; Dutch: blik; Finnish: katsominen; French: regard; Galician: ollada; Georgian: ყურება, ცქერა, ჭვრეტა; German: Blick; Greek: βλέμμα, ματιά; Ancient Greek: βλέμμα; Hebrew: מבט‎; Hungarian: pillantás; Italian: occhiata, sguardo, aspetto; Japanese: 一見, 一目; Korean: 일견(一見); Macedonian: поглед; Norwegian Bokmål: blikk; Nynorsk: blikk; Polish: pogląd; Portuguese: olhada; Romansch: egliada, iglieada, igleida, öglieda, sguard; Russian: взгляд; Scots: leuk, luke, luik; Scottish Gaelic: sùil; Sicilian: taliata, ucchiata; Slovak: pohľad; Spanish: vistazo, ojeada, mirada; Swahili: angalia; Swedish: blick; Telugu: చూపు; Tocharian B: pilko; Ukrainian: погляд; Yiddish: קוק‎; Zazaki: bıvin, bıase