διαπόνημα: Difference between revisions
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "abstr" to "abstr") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">I</b> concr. [[obra]] de construcción πρὸς τοῖς ἄλλοις διαπονήμασιν Pl.<i>Criti</i>.118c, βασιλέως Ἰουστινιανοῦ δ. Procop.<i>Aed</i>.2.7.16, de carpintería τὰ τεκτόνων διαπονήματα Pl.<i>Criti</i>.114e.<br /><b class="num">II</b> | |dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">I</b> concr. [[obra]] de construcción πρὸς τοῖς ἄλλοις διαπονήμασιν Pl.<i>Criti</i>.118c, βασιλέως Ἰουστινιανοῦ δ. Procop.<i>Aed</i>.2.7.16, de carpintería τὰ τεκτόνων διαπονήματα Pl.<i>Criti</i>.114e.<br /><b class="num">II</b> abstr.<br /><b class="num">1</b> [[ejercicio]] fís. τὰ περὶ τὸν πόλεμον ... διαπονήματα los ejercicios propios de la guerra</i> Pl.<i>Lg</i>.813d.<br /><b class="num">2</b> [[trabajo]] διαπονήματα ... ἐνδελεχέστατα ἔχουσιν tienen trabajo ininterrumpido</i> Procop.<i>Aed</i>.4.9.5, τοῦ μακροῦ χρόνου τὸ δ. Procop.<i>Aed</i>.4.3.7, τῆς γεωργίας διαπονήματα Procop.<i>Aed</i>.3.6.21.<br /><b class="num">3</b> [[sufrimiento]] αἱ ἀσθένειαι, ἢ ὡς ἑτέρως, τὰ διαπονήματα Ath.Al.M.27.104A, διαπονήματα ἡμῖν τοῦ πολέμου γεγενημένους habiendo llegado (ciertos pueblos) a representar para nosotros sufrimientos de guerra</i> Procop.<i>Goth</i>.4.19.20. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 19:50, 30 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A hard labour, exercise, τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. Pl.Lg.813d. II concrete, work, τὰ τῶν τεκτόνων δ. Id.Criti.114e; achievement, work done, βασιλέως Procop.Aed.2.7; thing achieved, reward of toil, Id.Goth.4.19.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I concr. obra de construcción πρὸς τοῖς ἄλλοις διαπονήμασιν Pl.Criti.118c, βασιλέως Ἰουστινιανοῦ δ. Procop.Aed.2.7.16, de carpintería τὰ τεκτόνων διαπονήματα Pl.Criti.114e.
II abstr.
1 ejercicio fís. τὰ περὶ τὸν πόλεμον ... διαπονήματα los ejercicios propios de la guerra Pl.Lg.813d.
2 trabajo διαπονήματα ... ἐνδελεχέστατα ἔχουσιν tienen trabajo ininterrumpido Procop.Aed.4.9.5, τοῦ μακροῦ χρόνου τὸ δ. Procop.Aed.4.3.7, τῆς γεωργίας διαπονήματα Procop.Aed.3.6.21.
3 sufrimiento αἱ ἀσθένειαι, ἢ ὡς ἑτέρως, τὰ διαπονήματα Ath.Al.M.27.104A, διαπονήματα ἡμῖν τοῦ πολέμου γεγενημένους habiendo llegado (ciertos pueblos) a representar para nosotros sufrimientos de guerra Procop.Goth.4.19.20.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
travail pénible, exercice laborieux.
Étymologie: διαπονέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπόνημα -ατος, τό [διαπονέω] inspannend werk.
German (Pape)
τό, Arbeit, Plat. Critia. 114e; Übung, Legg. VII.813d und Sp.
Russian (Dvoretsky)
διαπόνημα: ατος τό
1 труд, работа (τὰ τῶν τεκτώνων διαπονήματα Plat.).;
2 упражнение (τὰ περὶ τὸν πόλεμον διαπονήματα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
διαπόνημα: τό, βαρεῖα ἐργασία, κόπος, ἄσκησις, τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. Πλάτ. Νόμ. 813D. II. διὰ πόνου ἐξειργασμένον, φιλοπόνημα, τὰ τῶν τεκτόνων δ. ὁ αὐτ. Κριτί. 114Ε, πρβλ. 118C.
Greek Monotonic
διαπόνημα: -ατος, τό, σκληρή, επίπονη εργασία, άσκηση, σε Πλάτ.
Middle Liddell
διαπόνημα, ατος, τό, n [from διαπονέω
hard labour, exercise, Plat.