κρίνω: Difference between revisions

8 bytes removed ,  6 December 2022
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κρινῶ, <i>ao.</i> ἔκρινα, <i>pf.</i> [[κέκρικα]];<br /><i>Pass. ao.</i> [[ἐκρίθην]], <i>pf.</i> κέκριμαι;<br /><b>I.</b> [[séparer]] :<br /><b>1</b> trier : καρπόν [[τε]] καὶ ἄχνας IL séparer l'épi et la barbe ; ἄνδρας κατὰ φῦλα IL séparer les guerriers par tribus;<br /><b>2</b> distinguer : [[τούς]] [[τε]] ἀγαθοὺς καὶ τοὺς κακούς XÉN les bons et les méchants ; <i>Pass.</i> [[ἵνα]] κρίνονται ἄριστοι OD où se distinguent les plus braves;<br /><b>3</b> choisir : τινα [[ἐκ]] πάντων HDT qqn entre tous ; préférer : ἄφθονον ὄλβον ESCHL un bonheur exempt d'envie ; τινα [[πρό]] τινος, choisir qqn de préférence à un autre;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> décider, trancher ; [[νεῖκος]] OD une querelle ; [[δίκην]] juger un procès <i>ou</i> prononcer un jugement, une sentence ; κρ. [[περί]] τινος, décider de qch ; <i>abs.</i> décider (une question, une contestation, <i>etc.</i>) ; avec un acc. de pers. : κρ. [[τὰς]] θεάς EUR juger les déesses, décider leur contestation ; avec une prop. inf. : [[κρίνω]] [[σε]] νικᾶν ESCHL je décide que c'est toi le vainqueur ; <i>au sens judic.</i> poursuivre en justice, accuser : περὶ προδοσίας ISOCR poursuivre qqn pour trahison ; κρ. θανάτου XÉN juger une cause capitale ; <i>Pass.</i> κρίνεσθαι θανάτου THC <i>ou</i> περὶ θανάτου DÉM être jugé pour un crime capital ; ὁ [[κρίνων]], l'accusateur <i>ou</i> le juge ; ὁ κρινόμενος, l'accusé ; juger, condamner ; <i>Pass.</i> être condamné : ὁ κεκριμένος ESCHN le condamné;<br /><b>2</b> décider, résoudre, expliquer, interpréter : [[ἐνύπνιον]] HDT un songe;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> juger, estimer, apprécier ; <i>Pass.</i> être jugé, estimé (le meilleur, le plus brave, <i>etc.</i>);<br /><b>4</b> <i>en gén.</i> adjuger;<br /><b>5</b> juger, <i>càd</i> faire entrer dans la phase décisive <i>ou</i> critique : [[οὖρος]] κεκριμένος IL vent qui souffle dans une direction déterminée;<br /><b>6</b> mettre en jugement ; interroger, questionner (cf. [[ἀνακρίνω]]);<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κρίνομαι]] (<i>f.</i> κρινοῦμαι, <i>ao.</i> ἐκρινάμην, <i>pf.</i> κέκριμαι);<br /><b>1</b> décider, trancher une contestation pour soi : [[Ἄρηϊ]] IL décider sa querelle par un combat ; [[περί]] τινος, disputer sur qch ; τινός τινι EUR discuter sur qch avec qqn ; δίκῃ THC décider sa querelle par un procès;<br /><b>2</b> juger, interpréter : ὀνείρους IL des songes.<br />'''Étymologie:''' R. Κρι, trier, cf. <i>lat.</i> cerno, cribrum.
|btext=<i>f.</i> κρινῶ, <i>ao.</i> ἔκρινα, <i>pf.</i> [[κέκρικα]];<br /><i>Pass. ao.</i> [[ἐκρίθην]], <i>pf.</i> κέκριμαι;<br /><b>I.</b> [[séparer]] :<br /><b>1</b> trier : καρπόν [[τε]] καὶ ἄχνας IL séparer l'épi et la barbe ; ἄνδρας κατὰ φῦλα IL séparer les guerriers par tribus;<br /><b>2</b> distinguer : [[τούς]] [[τε]] ἀγαθοὺς καὶ τοὺς κακούς XÉN les bons et les méchants ; <i>Pass.</i> [[ἵνα]] κρίνονται ἄριστοι OD où se distinguent les plus braves;<br /><b>3</b> choisir : τινα [[ἐκ]] πάντων HDT qqn entre tous ; préférer : ἄφθονον ὄλβον ESCHL un bonheur exempt d'envie ; τινα [[πρό]] τινος, choisir qqn de préférence à un autre;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> décider, trancher ; [[νεῖκος]] OD une querelle ; [[δίκην]] juger un procès <i>ou</i> prononcer un jugement, une sentence ; κρ. [[περί]] τινος, décider de qch ; <i>abs.</i> décider (une question, une contestation, <i>etc.</i>) ; avec un acc. de pers. : κρ. τὰς θεάς EUR juger les déesses, décider leur contestation ; avec une prop. inf. : [[κρίνω]] [[σε]] νικᾶν ESCHL je décide que c'est toi le vainqueur ; <i>au sens judic.</i> poursuivre en justice, accuser : περὶ προδοσίας ISOCR poursuivre qqn pour trahison ; κρ. θανάτου XÉN juger une cause capitale ; <i>Pass.</i> κρίνεσθαι θανάτου THC <i>ou</i> περὶ θανάτου DÉM être jugé pour un crime capital ; ὁ [[κρίνων]], l'accusateur <i>ou</i> le juge ; ὁ κρινόμενος, l'accusé ; juger, condamner ; <i>Pass.</i> être condamné : ὁ κεκριμένος ESCHN le condamné;<br /><b>2</b> décider, résoudre, expliquer, interpréter : [[ἐνύπνιον]] HDT un songe;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> juger, estimer, apprécier ; <i>Pass.</i> être jugé, estimé (le meilleur, le plus brave, <i>etc.</i>);<br /><b>4</b> <i>en gén.</i> adjuger;<br /><b>5</b> juger, <i>càd</i> faire entrer dans la phase décisive <i>ou</i> critique : [[οὖρος]] κεκριμένος IL vent qui souffle dans une direction déterminée;<br /><b>6</b> mettre en jugement ; interroger, questionner (cf. [[ἀνακρίνω]]);<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κρίνομαι]] (<i>f.</i> κρινοῦμαι, <i>ao.</i> ἐκρινάμην, <i>pf.</i> κέκριμαι);<br /><b>1</b> décider, trancher une contestation pour soi : [[Ἄρηϊ]] IL décider sa querelle par un combat ; [[περί]] τινος, disputer sur qch ; τινός τινι EUR discuter sur qch avec qqn ; δίκῃ THC décider sa querelle par un procès;<br /><b>2</b> juger, interpréter : ὀνείρους IL des songes.<br />'''Étymologie:''' R. Κρι, trier, cf. <i>lat.</i> cerno, cribrum.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρίνω:''' [ῑ], Επικ. γʹ υποτ. <i>κρίνησι</i>· μέλ. <i>κρῐνῶ</i>, Επικ. <i>κρῐνέω</i>· αόρ. αʹ <i>ἔκρῑνα</i>, παρακ. <i>κέκρῐκα</i> — Μέσ., μέλ. <i>κρῐνοῦμαι</i> (με Παθ. [[σημασία]])· αόρ. αʹ <i>ἐκρινάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>κρῐθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐκρίθην]] [ῐ], Επικ. <i>ἐκρίνθην</i>, παρακ. <i>κέκρῐμαι</i>, απαρ. <i>κεκρίσθαι</i>· Λατ. [[cerno]],<br /><b class="num">I.</b> [[ξεχωρίζω]], [[διαχωρίζω]], [[διαμοιράζω]], [[διακρίνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[διαλέγω]], [[εκλέγω]], [[επιλέγω]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ. — Μέσ., [[διαλέγω]] για τον εαυτό μου, [[επιλέγω]], σε Όμηρ. — Παθ., [[διαλέγομαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· μτχ. παρακ. και αορ. αʹ <i>κεκριμένος</i>, [[κριθείς]], εκλεγμένος, [[διαλεχτός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[αποφασίζω]] αγώνα, στον ίδ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>σκολιὰς κρίνειν θέμιστας</i>, [[εξάγω]] στρεβλές αποφάσεις, δηλ. [[κρίνω]] άδικα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κρίνουσι βόῃ καὶ οὐ ψήφῳ</i>, αποφάσισαν μέσω φωνών και όχι με [[ψηφοφορία]], σε Θουκ.· [[αποφασίζω]] αγώνα για [[βραβείο]], σε Σοφ. κ.λπ.· κρ. [[τὰς]] θεάς, [[κρίνω]] σχετικά με τον αγώνα τους, δηλ. [[αποφαίνομαι]], [[αποτιμώ]], σε Ευρ. — Παθ. και Μέσ., λέγεται για πρόσωπα, [[αποφασίζω]] σχετικά με διαγωνισμό, [[καταλήγω]], [[γνωμοδοτώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποφαίνομαι]] για, [[κρίνω]], [[επιδικάζω]], [[κατακυρώνω]], [[κράτος]] τινί, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[εκτιμώ]], [[υπολογίζω]], πρὸς ἐμαυτὸν [[κρίνων]] (<i>αὐτόν</i>), κρίνοντάς τον βάσει του [[εαυτού]] μου, σε Δημ. — Παθ., [[ἴσον]] παρ' ἐμοὶ κέκριται, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[ερμηνεύω]], [[αναλύω]] όνειρα, στον ίδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">5.</b> με αιτ. και απαρ., [[αποφασίζω]] ή [[κρίνω]] ότι, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">6.</b> με απαρ. μόνο, [[αποφασίζω]] να κάνω [[κάτι]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">IV.</b> 1. [[αμφισβητώ]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατηγορώ]], [[προσάγω]] σε [[δίκη]], σε Ξεν. κ.λπ. — Παθ., προσάγομαι σε [[δίκη]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> καταδικάζομαι, κατακρίνομαι, σε Σοφ., Δημ.
|lsmtext='''κρίνω:''' [ῑ], Επικ. γʹ υποτ. <i>κρίνησι</i>· μέλ. <i>κρῐνῶ</i>, Επικ. <i>κρῐνέω</i>· αόρ. αʹ <i>ἔκρῑνα</i>, παρακ. <i>κέκρῐκα</i> — Μέσ., μέλ. <i>κρῐνοῦμαι</i> (με Παθ. [[σημασία]])· αόρ. αʹ <i>ἐκρινάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>κρῐθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐκρίθην]] [ῐ], Επικ. <i>ἐκρίνθην</i>, παρακ. <i>κέκρῐμαι</i>, απαρ. <i>κεκρίσθαι</i>· Λατ. [[cerno]],<br /><b class="num">I.</b> [[ξεχωρίζω]], [[διαχωρίζω]], [[διαμοιράζω]], [[διακρίνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[διαλέγω]], [[εκλέγω]], [[επιλέγω]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ. — Μέσ., [[διαλέγω]] για τον εαυτό μου, [[επιλέγω]], σε Όμηρ. — Παθ., [[διαλέγομαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· μτχ. παρακ. και αορ. αʹ <i>κεκριμένος</i>, [[κριθείς]], εκλεγμένος, [[διαλεχτός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[αποφασίζω]] αγώνα, στον ίδ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>σκολιὰς κρίνειν θέμιστας</i>, [[εξάγω]] στρεβλές αποφάσεις, δηλ. [[κρίνω]] άδικα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κρίνουσι βόῃ καὶ οὐ ψήφῳ</i>, αποφάσισαν μέσω φωνών και όχι με [[ψηφοφορία]], σε Θουκ.· [[αποφασίζω]] αγώνα για [[βραβείο]], σε Σοφ. κ.λπ.· κρ. τὰς θεάς, [[κρίνω]] σχετικά με τον αγώνα τους, δηλ. [[αποφαίνομαι]], [[αποτιμώ]], σε Ευρ. — Παθ. και Μέσ., λέγεται για πρόσωπα, [[αποφασίζω]] σχετικά με διαγωνισμό, [[καταλήγω]], [[γνωμοδοτώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποφαίνομαι]] για, [[κρίνω]], [[επιδικάζω]], [[κατακυρώνω]], [[κράτος]] τινί, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[εκτιμώ]], [[υπολογίζω]], πρὸς ἐμαυτὸν [[κρίνων]] (<i>αὐτόν</i>), κρίνοντάς τον βάσει του [[εαυτού]] μου, σε Δημ. — Παθ., [[ἴσον]] παρ' ἐμοὶ κέκριται, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[ερμηνεύω]], [[αναλύω]] όνειρα, στον ίδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">5.</b> με αιτ. και απαρ., [[αποφασίζω]] ή [[κρίνω]] ότι, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">6.</b> με απαρ. μόνο, [[αποφασίζω]] να κάνω [[κάτι]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">IV.</b> 1. [[αμφισβητώ]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατηγορώ]], [[προσάγω]] σε [[δίκη]], σε Ξεν. κ.λπ. — Παθ., προσάγομαι σε [[δίκη]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> καταδικάζομαι, κατακρίνομαι, σε Σοφ., Δημ.
}}
}}
{{ls
{{ls