αὐτοσχεδιάζω: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> αὐτοσχεδιάσω;<br />parler <i>ou</i> agir sur-le-champ, <i>càd</i> sans préparation, improviser ; avec un acc. αὐτοσχεδιάζειν τὰ δέοντα THC prendre à la hâte les mesures nécessaires ; <i>en mauv. part</i> agir avec précipitation, sans réflexion, à la légère.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτοσχέδιος]]. | |btext=<i>f.</i> αὐτοσχεδιάσω;<br />parler <i>ou</i> agir sur-le-champ, <i>càd</i> sans préparation, improviser ; avec un acc. αὐτοσχεδιάζειν τὰ δέοντα THC prendre à la hâte les mesures nécessaires ; <i>en mauv. part</i> [[agir avec précipitation]], [[sans réflexion]], [[à la légère]].<br />'''Étymologie:''' [[αὐτοσχέδιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:40, 6 December 2022
English (LSJ)
aor. part. Pass. A -ασθείς Stratt.4 D.: (αὐτοσχέδιος):—act or speak offhand, extemporize, Pl.Cra.413d, Mx.235c, X. Mem.3.5.21. 2 c. acc., extemporize, τὰ δέοντα Th.1.138, cf. X.HG 5.2.32. II mostly in bad sense, act, speak, or think unadvisedly, v.l. in Pl.Euthd.278e; αὐ. καὶ καινοτομεῖν περὶ τῶν θείων Id.Euthphr.5a, cf. Ap.20c, Isoc.9.41, D.61.43; περί τι Pl.Euthphr.16a, Arist.Pol.1326b19; εἰς τὰ τῶν Ἐλλήνων σώματα Aeschin.3.158.
Spanish (DGE)
1 improvisar hablando o escribiendo τολμήσω αὐτοσχεδιάζειν ἐναντίον ὑμῶν Pl.Euthd.278d, ἀναγκασθήσεται ὁ λέγων ὥσπερ αὐτοσχεδιάζειν Pl.Mx.235c, cf. Plu.2.652b, Demetr.Eloc.224
•c. ac. int. ταῦτα ... οὐκ αὐτοσχεδιάζειν Pl.Cra.413d, πολλὰ ... αὐτοσχεδιάζει μέτρα ἡ φύσις D.H.Comp.25.17, αὐτοσχεδιάζειν ὥσπερ ἔτυχε τὰς γραφάς Them.Or.25.310c, cf. Hsch.
2 improvisar actuando τῶν δὲ στρατηγῶν οἱ πλεῖστοι αὐτοσχεδιάζουσιν X.Mem.3.5.21
•c. ac. int. αὐτοσχεδιάζειν τὰ δεόντα Th.1.138, τὰ τοιαῦτα αὐτοσχεδιάζειν X.HG 5.2.32, τὸ ... αὐτοσχεδιάζειν τὰ μέγιστα D.Chr.34.42
•frec. en mal sent. c. περί y ac. ἐνδειξάμενος ... ὅτι οὐκέτι ... αὐτοσχεδιάζω οὐδὲ καινοτομῶ περὶ αὐτὰ (τὰ θεῖα) Pl.Euthphr.16a, περὶ ἀμφότερα Arist.Pol.1326b19
•c. περί y gen. ἵνα μὴ ἡμεῖς περὶ σοῦ αὐτοσχεδιάζωμεν Pl.Ap.20c, περὶ τῶν πραγμάτων Isoc.9.41, περὶ τῶν μεγίστων D.61.43
•c. εἰς y ac. εἰς τὰ τῶν Ἑλλήνων σώματα Aeschin.3.158.
German (Pape)
[Seite 403] aus dem Stegereif, ohne Vorbereitung etwas thun, theils im guten Sinne. vom Themistokles, αὐτοσχεδιάζειν τὰ δέοντα ἐγένετο κράτιστος, schnell entschlossen that er das Nöthige, Thuc. 1, 138; dem οὐ προσταχθέντα ὑπὸ τῆσπόλεως πράττεινentsprechend, Xen. Hell. 5, 2, 32; bes. aus dem Stegereif sprechen, Plat. Menex. 235 c; περί τινος Phaedr. 236 d; so sagt Isocr. 13, 9 von den Sophisten χεῖρον γράφοντες τοὺς λόγους ἢ τῶν ἰδιωτῶν τινες αὐτοσχ,; häufiger mit einem tadelnden Nebenbegriff, ohne Überlegung. unbesonnen handeln, ὑπ' ἀγνοίας Plat. Euth. 16 a; vgl. Apol. 20 c; Xen. Mem. 3, 5, 21; dem ἐπίστασθαι entgeggstzt, Dem. 61, 43; εἰς τὰ τῶν Ἑλλήνων σώματα Aesch. 3, 158. Bei Isocr. οὐκ ὀλιγωρεῖν οὐδ' αὐτ. περὶ τῶν πραγμάτων 9, 41.
French (Bailly abrégé)
f. αὐτοσχεδιάσω;
parler ou agir sur-le-champ, càd sans préparation, improviser ; avec un acc. αὐτοσχεδιάζειν τὰ δέοντα THC prendre à la hâte les mesures nécessaires ; en mauv. part agir avec précipitation, sans réflexion, à la légère.
Étymologie: αὐτοσχέδιος.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοσχεδιάζω:
1 действовать без подготовки, быстро совершать (τι Thuc., Xen.);
2 говорить экспромтом Plat., Isocr.;
3 поступать необдуманно, говорить наобум, поверхностно (περί τινος Isocr., Plat.; περί τι Arst.): μὴ αὐ. εἰς τὰ σώματά τινων Aeschin. бережно относиться к чьим-л. жизням.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοσχεδιάζω: μέλλ. -άσω, (αὐτοσχέδιος) ποιῶ, πράττω, ἐκτελῶ, ὁμιλῶ ἄνευ προετοιμασίας, ἐκ τοῦ προχείρου, Πλάτ. Κράτ. 413D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 21. 2) μετ’ αἰτ. εὐρίσκω ἐν βραχεῖ χρόνῳ ἐκ τοῦ προχείρου τὶ πρέπει νὰ γείνῃ, φύσεως μὲν δυνάμει, μελέτης δὲ βραχύτητι κράτιστος δὴ οὗτος (ὁ Θεμιστοκλῆς) αὐτοσχεδιάζειν τὰ δέοντα ἐγένετο Θουκ. 1. 138, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 32. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, πράττω, ποιῶ, ὁμιλῶ ἤ σκέπτομαι, ἀπερισκέπτως, ἐπιπολαίως, ἐσπευσμένως, ἐπιχειρῶ τι ἀπερισκέπτως, κάμνω παρατόλμους ἀποπείρας, Πλάτ. Εὐθύφρ. 16Α, Εὐθύδ. 278Ε· περὶ τινος ὁ αὐτ. Εὐθύφρ. 5Α, Ἀπολ. 20C· περὶ τι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 4, 13· εἰς τὰ σώματα τῶν Ἑλλήνων Αἰσχίν. 76. 12.
Greek Monolingual
(AM αὐτοσχεδιάζω)
1. λέω ή κάνω κάτι χωρίς προετοιμασία, με απόφαση ή έμπνευση της στιγμής
2. μιλάω ή ενεργώ επιπόλαια και πρόχειρα.
Greek Monotonic
αὐτοσχεδιάζω: μέλ. -άσω·
I. 1. ενεργώ ή μιλώ πρόχειρα, σε Ξεν.
2. με αιτ., σχεδιάζω πρόχειρα, αυτοσχέδια, σε Θουκ., Ξεν.
II. με αρνητική σημασία, ενεργώ, μιλώ ή σκέφτομαι απερίσκεπτα, επιχειρώ βιαστικά πειράματα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[From αὐτοσχέδιος
I. to act or speak off-hand, Xen.
2. c. acc. to devise off-hand, extemporise, Thuc., Xen.
II. in bad sense, to act, speak, or think unadvisedly, try rash experiments, Plat.