εὐσχήμων: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext=)(.*)(\n}}\n{{ntsuppl\n\|ntstxt=)(.*)}}" to "$1$2<br /><b>NT</b>: $4}}") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον :<br />qui a bonne tenue, de bonne apparence, convenable ; <i>en mauv. part</i> qui montre un bon vouloir <i>ou</i> un empressement affecté ; τὸ εὔσχημον convenance;<br /><i>Cp.</i> εὐσχημονέστερος, <i>Sp.</i> εὐσχημονέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σχῆμα]]. | |btext=ων, ον :<br />qui a bonne tenue, de bonne apparence, convenable ; <i>en mauv. part</i> qui montre un bon vouloir <i>ou</i> un empressement affecté ; τὸ εὔσχημον convenance;<br /><i>Cp.</i> εὐσχημονέστερος, <i>Sp.</i> εὐσχημονέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σχῆμα]].<br /><b>[[NT]]</b>: éminent, de [[haut]] rang | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:56, 6 December 2022
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (σχῆμα)
A elegant in figure, mien and bearing, graceful, opp. ἀσχήμων, Pl.R.413e, al.; ἀλεκτρυών Cratin. 108; τὰ εὐσχήμονα ἡμῶν (sc. μόρια) 1 Ep.Cor.12.24: Comp. εὐσχημονέστερος = more respectable, Pl.R.554e: Sup. εὐσχημονέστατοι, πονεῖν ἵπποι X.Eq.11.12.
2 in bad sense, with an outside show of goodness, specious in behaviour, εἴς τινα E.Med.584.
II of things, decent, becoming, λόγοι Id.Hipp. 490, D.60.9; πρᾶγμα οὐδαμῶς εὔσχημον λέγειν Aeschin.3.162; λέγειν εὐσχήμονα Arist.EN1128a7; τὸ εὔσχημον decorum, Pl.R.401c, Lg. 797b. Adv. εὐσχημόνως = with grace and dignity, like a gentleman, Ar.V. 1210, X.Cyr.1.3.8, Arist.EN1101a1; ζῆν Phld.Herc.1251.18: Comp εὐσχημονέστερον, ἔχειν Pl.Epin.981a; τι φέρειν D.60.35: Sup. εὐσχημονέστατα IG 22.1034.11.
2 later also, noble, honourable, in rank (condemned by Phryn.309), Ev.Marc.15.43, Act.Ap.13.50, J.Vit.9, Vett.Val.66.7, al.; ἡ εὐσχήμων = the noble lady, PFlor.16.20 (iii A.D.).
b title of a village magistrate, in plural, εὐ. κώμης BGU147 (ii/iii A.D.): sg., ἡ οἰκία τοῦ εὐσχήμονος PRyl.236.15 (iii A.D.).
French (Bailly abrégé)
ων, ον :
qui a bonne tenue, de bonne apparence, convenable ; en mauv. part qui montre un bon vouloir ou un empressement affecté ; τὸ εὔσχημον convenance;
Cp. εὐσχημονέστερος, Sp. εὐσχημονέστατος.
Étymologie: εὖ, σχῆμα.
NT: éminent, de haut rang
German (Pape)
ον, von guter Gestalt, guter Haltung, gutem Äußern, anständig, dem ἀσχήμων entgeggstzt, Plat. Legg. VII.797b; καὶ καλός Rep. III.401c; τὰ εὐσχ. καὶ νόμιμα Phaedr. 252a; ἵνα οἱ λόγοι εὐσχημονέστεροι ὑμῖν φαίνωνται Prot. 338a; vgl. Eur. Hipp. 490; λέγειν εὐσχήμονα Arist. Eth. 4.14, wo der gute äußere Schein bes. hervorgehoben wird; s. auch Dem. 60.9; ἀπόκρισις Plat. Ep. VII.329a; εἴς τινα, Eur. Med. 584; Pol. und andere Spätere oft.
• Adv. εὐσχημόνως, anständig, κατακλίνειν Ar. Vesp. 1210; καὶ καλῶς οἰνοχοεῖν Xen. Cyr. 1.3.8; φέρειν τὰς τύχας Arist. Eth. 1.11, mit Anstand.
Russian (Dvoretsky)
εὐσχήμων: 2, gen. ονος
1 благопристойный, полный достоинства (ἀνήρ Plat.; λόγος Eur., Arst.; πρᾶγμα Aeschin.);
2 красивый, прекрасный, благородной внешности (πῶλος Xen.);
3 почтенный, уважаемый (γυναῖκες NT);
4 благовидный (ἀπόκρισις Plat.; πρόφασις Plut.);
5 притворный, лицемерный (εἴς τινα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐσχήμων: εὔσχημον, γεν. ονος, (σχῆμα) κομψὸς τὸ σχῆμα, εὐπρεπής, ἐπίχαρις, ἀντιθ. τῷ ἀσχήμων, Πλάτ. Πολ. 413Ε, κ. ἀλλ.· - Συγκρ. - έστερος, αὐτόθι 554· Ὑπερθ. -έστατος, Ξεν. Ἱππ. 11, 12. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἔχων τὸ ἐξωτερικὸν μόνον εὔσχημον, εὐσχήμων κατ᾿ ἐπιφάνειαν, εἴς τινα Εὐρ. Μήδ. 584, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 3. ΙΙ. ἐπὶ πραγμ., πρέπων, εὐπρεπής, ἁρμόζων, λόγοι Εὖρ. Ἱππ. 490· πρᾶγμα οὐδαμῶς εὔσχημον λέγειν Αἰσχίν. 76. 39· τὸ εὔσχημον, Λατ. decorum, Πλάτ. Πολ. 401C, Νομ. 797Β: - Ἐπίρρ. -μόνως, μετὰ χάριτος καὶ ἀξιοπρεπείας, Ἀριστοφ. Σφ. 1210, Ξεν. Κύρ. 1. 8, Ἀριστ. 110. Ν. 1. 10, 13: -Συγκ. -έστερον, Πλάτ. Ἐπιν. 981Α. 2) μεταγεν. ὡσαύτως, εὐγενής, ἐξ ἐντίμου κοινωνικῆς τάξεως, πλούσιος, ἔντιμος, Πράξ. Ἀπ. ιδ΄, 2, κτλ., πρβλ. Λοβέκ. ἐν Φρυν. 333. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.
English (Strong)
from εὖ and σχῆμα; well-formed, i.e. (figuratively) decorous, noble (in rank): comely, honourable.
English (Thayer)
εὔσχημον (εὖ, and σχῆμα the figure, Latin habitus);
1. of elegant figure, shapely, graceful, comely, bearing oneself becomingly in speech or behavior (Euripides, Aristophanes, Xenophon, Plato): τά εὐσχήμονα ἡμῶν, the comely parts of the body that need no covering (opposed to τά ἀσχήμονα ἡμῶν, verse 23), πρός τό εὔσχημον, to promote decorum, Lob. ad Phryn., p. 333), of good standing, honorable, influential, wealthy, respectable (R. V. of honorable estate): Josephus, de vita sua §9; Plutarch, parallel. Graec. et Rom c. 15, p. 309b.)
Greek Monolingual
εὐσχήμων, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ωραία εμφάνιση
2. ευπρεπής, κόσμιος στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά
3. πρόκριτος, προύχοντας, ευκατάστατος («Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθαίας εὐσχήμων βουλευτής»)
4. έντιμος και σεβαστός, αξιοσέβαστατος
5. εξωτερικά ή επιφανειακά μόνο ευπρεπής και σοβαρός
6. το ουδ. ως ουσ. τo εὔσχημον
η ευσχημοσύνη.
επίρρ...
εὐσχημόνως (ΑΜ)
με ευσχημοσύνη, με ευπρέπεια και κοσμιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχήμων (< σχήμα), πρβλ. ετεροσχήμων, μεγαλοσχήμων].
Greek Monotonic
εὐσχήμων: -ον, γεν. -ονος (σχῆμα)·
I. 1. κομψός στο σχήμα, καλόγνωμος, ήπιος στον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά, χαριτωμένος, σε Πλάτ.· συγκρ. -έστερος· υπερθ. -έστατος, στον ίδ., Ξεν.
2. με αρνητική σημασία, αυτός που δίνει εξωτερική εντύπωση καλοσύνης, απατηλός, αληθοφανής, ορθός κατ' επίφαση, σε Ευρ.
II. λέγεται για πράγματα, πρέπων, αρμόζων, ταιριαστός, στον ίδ. κ.λπ.· τὸεὔσχημον, Λατ. decorum, σε Πλάτ.· επίρρ. -μόνως, με χάρη και αξιοπρέπια, όπως ένας «τζέντλεμαν», σε Αριστοφ., Ξεν.
III. ευγενής, έντιμος, αξιότιμος, εντιμότατος, σε περίοπτη κοινωνική θέση, πλούσιος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
εὐ-σχήμων, ονος, σχῆμα
I. elegant in figure, mien and bearing, graceful, Plat.; comp. -έστερος; Sup. -έστατος, Plat., Xen.
2. in bad sense, with an outside show of goodness, specious, Eur.
II. of things, decent, becoming, Eur., etc.; τὸ εὔσχημον, Lat. decorum, Plat.:—adv. -μόνως, with grace and dignity, like a gentleman, Ar., Xen.
III. noble, honourable, in rank, NTest.
Chinese
原文音譯:eÙsc»mwn 由士黑蒙
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:好-風度的 相當於: (בְּרָכָה)
字義溯源:好形態,尊貴的,俊美的,合宜的,誠實的,可表現的,有聲望的;由(εὖ / εὖγε)=好)與(σχῆμα)=風度)組成,其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善,美),而 (σχῆμα)出自(ἔχω)*=持)
出現次數:總共(5);可(1);徒(2);林前(2)
譯字彙編:
1) 尊貴的(3) 可15:43; 徒13:50; 徒17:12;
2) 俊美的(1) 林前12:24;
3) 合宜(1) 林前7:35
English (Woodhouse)
becoming, fit, fitting, proper, specious, suitable
Translations
elegant
Arabic: ظَرِيف, أَنِيق; Assamese: শুৱলা; Bulgarian: елегантен, изискан; Catalan: elegant; Chinese Mandarin: 典雅, 文雅, 高雅; Czech: elegantní; Danish: elegant; Dutch: elegant, sierlijk, gracieus; Esperanto: eleganta; Finnish: elegantti, aistikas, hienostunut; French: élégant; Galician: elegante; German: elegant, schick; Greek: κομψός; Ancient Greek: κομψός; Hebrew: אֶלֶגַנְטִי, מְהֻדָּר; Hungarian: elegáns, előkelő; Italian: elegante; Japanese: 優雅な, 立派な, 高雅な, 典雅な; Kabuverdianu: janóta; Khmer: ឆើតឆាយ; Korean: 우아한; Kurdish Central Kurdish: شۆخ; Latin: facetus, elegans, lautus, venustus; Maori: huatau, purotu, tōrire; Polish: elegancki, elegancka; Portuguese: elegante; Russian: элегантный, шикарный, изящный; Sanskrit: रसिक; Serbo-Croatian: elegantan; Spanish: elegante, chic; Swedish: elegant; Turkish: zarif, kibar, şık; Urdu: شائسته; Vietnamese: thanh lịch, tao nhã
graceful
Arabic: رَشِيق, ظَرِيف, لَطِيف, صُبَاح, وَسِيم; Bulgarian: грациозен, елегантен; Chinese Mandarin: 優雅, 优雅, 優美, 优美; Czech: elegantní; Dutch: elegant, gracieus; Esperanto: gracia; Estonian: graatsiline, solge; Finnish: sulava, sulavaliikkeinen, viehättävä, viehkeä, komea, kaunis, upea, uljas; French: gracieux; German: anmutig, ansprechend, elegant, graziös, reizend, zierlich, huldreich; Greek: χαριτωμένος, εύχαρις; Ancient Greek: ἁβρός; Hungarian: méltóságteljes; Irish: spéiriúil; Italian: elegante, aggraziato, leggiadro, bello; Japanese: 優雅, 淑やか; Kurdish Central Kurdish: لارولەنج; Ladino: grasiozo, henozo; Maori: huatau; Persian: باوقار; Polish: pełen wdzięku, powabny; Portuguese: gracioso; Russian: грациозный, изящный, элегантный; Scots: gracefu, elegant, cumly, gent, gymp, jimp, gentie, feat; Serbo-Croatian: graciozan, elegantan, ljubak; Spanish: grácil, gracioso; Swedish: behagfull, elegant, anslående, tilltalende, förtjusande, prydlig; Turkish: ağırbaşlı, ince, vakur, zarif