ὠκυτόκος: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui procure un accouchement prompt et | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui procure un accouchement prompt et facile]] ; τὸ ὠκυτόκον HDT accouchement prompt <i>ou</i> facile;<br /><b>2</b> [[qui féconde vite]].<br />'''Étymologie:''' [[ὠκύς]], [[τίκτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:10, 7 December 2022
English (LSJ)
ον, A causing quick and easy birth, σελήνη (i. e. Artemis), Tim.Fr.28. 2 of a river, ὠ. πεδίων ἐπινίσεται giving quick increase, S.OC689 (lyr.). II ὠκύτοκον, τό, quick birth, easy delivery, Hdt.4.35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui procure un accouchement prompt et facile ; τὸ ὠκυτόκον HDT accouchement prompt ou facile;
2 qui féconde vite.
Étymologie: ὠκύς, τίκτω.
German (Pape)
geschwind, leicht gebärend, eine schnelle, leichte Geburt bewirkend; Soph. O.C. 695 von dem das Land fruchtbar machenden Flusse; τὸ ὠκυτόκον, die schnelle, leichte Geburt, Her. 4.35.
Russian (Dvoretsky)
ὠκῠτόκος:
1 ускоряющий роды (σελήνη Plut.);
2 быстро оплодотворяющий (sc. Κηφισός Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠκῠτόκος: -ον, ὁ, συντελῶν πρὸς ταχὺν καὶ εὔκολον τοκετόν, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Τιμόθ. (Ἀποσπ. 2) παρὰ Πλουτ. 2. 282C. 2) ἐπὶ ποταμοῦ, ὠκ. πεδίων ἐπινίσσεται, μετὰ ζωογόνου ἢ γονιμοποιούσης δυνάμεως, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 689. ΙΙ. προπαροξ. ὠκύτοκος, ον, παθητ., ὁ ταχέως γεννηθεὶς ἢ παραχθεὶς ὡς ἑρμηνεύουσί τινες ἐν τῷ ἀνωτέρῳ χωρίῳ τοῦ Σοφοκλ., ἀλλ’ ἴδε Ellendt. καὶ Dind. 2) ὠκύτοκον, τό, ταχὺς τοκετός, εὔκολος, Ἡρόδ. 4. 35.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που γεννήθηκε γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -τοκος (< τόκος < τίκτω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
-ο / ὠκυτόκος, -ον, ΝΑ
(λόγιος τ.) αυτός που γεννά εύκολα
αρχ.
1. (ως προσωνυμία της Αρτέμιδος) αυτός που διευκολύνει τον τοκετό
2. (για ποταμό) αυτός που καθιστά τις γύρω περιοχές εύφορες, γόνιμες
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠκυτόκον
ο εύκολος, γρήγορος τοκετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. πολυτόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
Greek Monotonic
ὠκῠτόκος: -ον, I. αυτός που συντελεί στο γρήγορο και εύκολο τοκετό· μεταφ., λέγεται για ποτάμι με ζωογόνα και γονιμοποιό δύναμη, σε Σοφ.
II. προπαροξ., ὠκύ-τοκος, -ον, γεννημένος γρήγορα· ως ουσ., ὠκύτοκον, τό, γρήγορος τοκετός, εύκολος τοκετός, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ὠκῠ-τόκος, ον,
causing quick and easy birth: metaph. of a river, with quickening, fertilising power, Soph.