στύππαξ: Difference between revisions
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στύππαξ:''' ακος ὁ Arph. = | |elrutext='''στύππαξ:''' ακος ὁ Arph. = [[στυππειοπώλης]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 20:30, 7 December 2022
English (LSJ)
ὁ,= στυππειοπώλης (seller of tow), nickname of Eucrates, Ar.Fr.696 (vv.ll. στύπαξ, στύγαξ).
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
στύππαξ: ακος ὁ Arph. = στυππειοπώλης.
Greek (Liddell-Scott)
στύππαξ: ὁ, = στυππειοπώλης. σκωπτικὸν ἐπώνυμον τοῦ Εὐκράτους, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 540, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. στύπαξ, ὁ, Α
(ως σκωπτικό παρωνύμιο του Αθηναίου στρατηγού Ευκράτους) στυππειοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. (αντί του τ. στυππειοπώλης) σχηματισμένη από τη λ. στυππεῖον με επίθημα -αξ].