τέφρα: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(lat\.<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.\n" to "$1 $2. ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />cendre.<br />'''Étymologie:''' R. Τεπ, être chaud ; cf. <i>lat.</i> tepidus.
|btext=ας (ἡ) :<br />cendre.<br />'''Étymologie:''' R. Τεπ, être chaud ; cf. <i>lat.</i> [[tepidus]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:13, 9 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέφρα Medium diacritics: τέφρα Low diacritics: τέφρα Capitals: ΤΕΦΡΑ
Transliteration A: téphra Transliteration B: tephra Transliteration C: tefra Beta Code: te/fra

English (LSJ)

Ep. and Ion. τέφρη, ἡ, ashes, as of the funeral pile, Il. 23.251; νεκταρέῳ δὲ χιτῶνι μέλαιν' ἀμφίζανε τέφρη 18.25; ὁ ἀὴρ ὁ ἐγκατακλειόμενος ἐν ταῖς θήκαις (coffins) . . διαλύει πάντ' εἰς τ. Thphr. Ign.47; τ. πηγνυμένη νιφετὸν [σημαίνει] Id.Sign.42; κἠπὶ τὴν τέφρην οἰχνεῖ (sc. τὸ πῦρ) Call. in PSI11.1216.35; καταπάσας τέφραν, ἐμπάσαι τῆς τέφρας, Ar.Nu.177, Pl.Ly.210a; δόξαι τινὰ ψάμμον ἢ τ. ἐσθίειν Gal.6.782; ἐκκρίνασα τὴν οἷον τ. τῶν ὑπεροπτηθέντων χυμῶν Id.18(2).279; τέφρᾳ τιλθῆναι, prob. lime, Ar.Nu.1083 (τίτανος is a form of τ. acc. to Gal. 12.140); ἡ τ. ἡ Φρυγία was used for eye-disease, Arist.Mir.834b30 (cf. Pl. l.c.); so τ. κληματίνη Dsc.5.117; τῆς τ. πλυθείσης ἡ κονία (cf. κονία 11) γίνεται Gal.12.222, cf. Thphr.HP5.9.5: prov., ὅρκους . . εἰς τέφραν γράφειν Philonid.7; tefre, = nugacitas, Gloss. (With τεφ- [from θεφ-] cf. Skt. dáhati, Lith. degù 'burn', Lat. favilla, Gr. θέπτανος.)

German (Pape)

[Seite 1102] ἡ, ep. u. ion. τέφρη (verwandt mit θάπτω, τάφος), Asche des Scheiterhaufens, überhaupt Asche, auch anderer Staub, Sand; Il. 13, 751 und 18, 25, wo es vom Ausdrucke der höchsten Trauer heißt νεκταρέῳ δὲ χιτῶνι μέλαιν' ἀμφίζανε τέφρη; so auch bei Sp.; λεπτὴν τέφραν καταπάττειν, Ar. Nubb. 178; τέφρᾳ τίλλεσθαι, 1066; Euen. 14 (IX, 62); u. in Prosa, ἐμπάσαι τῆς τέφρας, Plat. Lys. 210 a. Sprichwörtl. ὅρκους εἰς τέφραν γράφειν, Philonid. in Phot. bibl. p. 530, 15.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
cendre.
Étymologie: R. Τεπ, être chaud ; cf. lat. tepidus.

Russian (Dvoretsky)

τέφρα: эп.-ион. τέφρη
1 зола, пепел Hom., Arph., Plat., Arst., Anth.;
2 куча пепла (τ. βαθεῖα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

τέφρα: Ἐπικ. καὶ Ἰων. τέφρη, ἡ, «στάκτη», οἷον ἡ τῆς νεκρικῆς πυρᾶς, Ἰλ. Ψ. 251· νεκταρέῳ δὲ χιτῶνι μέλαιν’ ἀμφίζανε τέφρη, «περιεκάθητο» (Σχόλ.), Σ. 25· τέφραν καταπάσαι, ἐμπάσαι Ἀριστοφ. Νεφ. 178, Πλάτ. Λῦσ. 210Α· ― ἐν τῇ φράσει, τέφρᾳ τίλλεσθαι (ἴδε τίλλω), πιθ. τὸ τέφρα σημαίνει δριμεῖάν τινα κόνιν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1083· ἡ τ. ἡ Φρυγία ἦν ἐν χρήσει ἐπὶ ὀφθαλμίας ὡς φάρμακον, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 58. 3· ― παροιμ., ὅρκους δὲ μοιχῶν εἰς τέφραν ἐγὼ γράφω Φιλωνίδης παρ’ Ἑλλαδίῳ ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 530, 15. πρβλ. ὕδωρ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. και επικ. τ. τέφρη Α
το στερεό υπόλειμμα που απομένει μετά την καύση ορισμένων σωμάτων, στάχτη (α. «η τέφρα του ξύλου» β. «ἐκκρίνασα τὴν οἷον τέφραν τῶν ὑπεροπτηθέντων χυμῶν», Γαλ.)
νεοελλ.
1. το υπόλειμμα από ανόργανες ύλες το οποίο παραμένει μετά την τέλεια καύση ενός κλάσματος του πετρελαίου
2. φρ. α) «ηφαιστειακή τέφρα»
(πετρογρ.) ασύνδετο ηφαιστειακό ανάβλημα που εκτινάσσεται από έναν ηφαιστειακό κρατήρα και αποτελείται από σωματίδια με διάμετρο μικρότερη από 4 χιλιοστόμετρα
β) «λιθική τέφρα»
(πετρογρ.) τεμαχίδια πετρωμάτων που περιλαμβάνονται στην ηφαιστειακή τέφρα
γ) «κρυσταλλική τέφρα»
(πετρογρ.) θραύσματα κρυστάλλων που περιλαμβάνονται στην ηφαιστειακή τέφρα
δ) «υαλώδης τέφρα»
(πετρογρ.) θραύσματα υάλου που περιλαμβάνονται στην ηφαιστειακή τέφρα
ε) «ραδιενεργός τέφρα»
(πυρην.-μετεωρ.) τα ραδιενεργά υλικά που αποτίθενται στη Γη από την ατμόσφαιρα η παρουσία τών οποίων οφείλεται είτε σε φυσικά αίτια, όπως είναι το αποτέλεσμα της δράσης της κοσμικής ακτινοβολίας και της διαφυγής του αερίου ραδονίου που εκπέμπεται από τα ορυκτά του ουρανίου και του θορίου, ή σε εκρήξεις πυρηνικών όπλων ή σε ατυχήματα στους πυρηνικούς αντιδραστήρες και στις λοιπές μονάδες της πυρηνικής βιομηχανίας
αρχ.
παροιμ. «ὅρκους δὲ μοιχῶν εἰς τέφραν ἐγὼ γράφω» — δεν λαμβάνω καθόλου υπ' όψιν μου τους όρκους τών μοιχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. τέφρα ανάγεται στην ΙΕ ρίζα dheguh- «καίω» (πρβλ. λατ. febris «πυρετός», foveo «θερμαίνω», favilla «τέφρα», καθώς και τα αρχ. ινδ. dahati, λιθ. degu) και εμφανίζει επίθημα -ρα (πρβλ. ἕδ-ρα, χώ-ρα). Πιθανολογείται, επίσης, ότι συνδέεται και με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. θέπτανος
ἁπτόμενος, ο οποίος ανάγεται πιθ. στην ίδια ρίζα. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, η λ. τέφρα (< tep-s-rā) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα tep- «είμαι ζεστός» (πρβλ. αρχ. ινδ. tapas-, tapati). Είναι πιθανόν, εξάλλου, ο τ. να ήταν αρχικά επίθ. που προσδιόριζε τη λ. κόνις «σκόνη». Σημασιολογικά, τέλος, η λ. τέφρα αντιστοιχεί στον τ. σποδός, αλλά απαντά συχνότερα από αυτόν στην πεζογραφία].

Greek Monotonic

τέφρα: Ιων. τέφρη, ἡ, στάχτη, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· επίσης, είδος καυστικής σκόνης ή καπνού, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τέφρα, Ionic τέφρη, ἡ,
ashes, Il., Ar.: also a kind of pungent dust or snuff, Ar.

Frisk Etymology German

τέφρα: {téphrā}
Forms: ep. ion. -ρη
Grammar: f.
Meaning: Asche (seit Il.).
Composita: Wenige Kompp., z.B. ἔντεφρος aschfarben (Dsk., Ath., Strömberg Prefix Studies 128 u. 130).
Derivative: Davon viele, meist farbenbezeichnende Adj.: τέφρινος (Hp.), -αῖος (Ael.), -ακός (neben σποδιακός), τὰ τεφρακά aschfarbene Salben (Aet.), -ός (Arist., Herod. u.a.: nach χλωρός, ἐρυθρός u.a.), τὸ τεφρόν aschfarbene Salbe (sp. Mediz.), -άς f. Art Zikade (Ael.; nach der Farbe, Gil Fernández Nombres de insectos 100), -ήεις (Nonn.; von τέφρα oder aus τεφρός erweitert), -ώδης aschenähnlich (Thphr., Str. u.a.). Verba: τεφρόομαι, -όω, auch m. κατα-, ἀπο-, ἐκ-, eingeäschert werden, einäschern (hell. u. sp.) mit -ωσις f. (Dsk., Sch.); -ίζω aschfarben sein (Dsk., Aret.), ἐτέφρισεν· ἐνέπρησεν H.
Etymology: Bildung wie πέτρα, ἕδρα, χώρα, λαύρα u.a. (eig. Adj., sc. κόνις? Leumann Kl. Schr. 184); zunächst wohl aus einem ρ-Stamm erweitert. — Seit Collitz BB 3, 321 gewöhnlich zu einem Verb für brennen in aind. dáhati, lit. degù, toch. AB tsäk- usw. gestellt, idg. dhegʷh-, wofür besonders das allerdings nicht sichere θέπτανος· ἁπτόμενος H. (s.d.) spricht. Weitere Formen m. reicher Lit. bei W.-Hofmann s. febris, das wie τέφρα einen r-Stamm voraussetzt (Einzelheiten bei Leumann a. O.); vgl. ebd. s. favilla (mit foveō). — Anders Curtius 501 f.: aus *tep-s- zu aind. tápas- n. Hitze, tápati erhitzen, tak-mán- m. Fieber (aus *tap-mán-, Hoffmann KZ 78, 89 f.), lat. tepeō, wohl auch umbr. tefra Akk. pl. n carnēs cremandās usw. — Abzulehnen Specht Ursprung 340 und Wood Post-Consonantal w (1926) 25 (s. W.-Hofmann s. favilla).
Page 2,888-889

English (Woodhouse)

ashes

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=στάχτη). Ἀρχικά ἦταν θέφρα. Πιθανόν νά σχετίζεται μέ τό τύφω (=καπνίζω) ἤ μέ τό θάπτω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τεφρός (=σταχτύς), τεφρόω -ῶ (=ἀποτεφρώνω), τέφρωσις, ἀποτέφρωσις, τεφρώδης.