ἴον: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(lat\.<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.\n" to "$1 $2. ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />violette, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' p. *Ϝίον, cf. <i>lat.</i> viola. | |btext=ου (τό) :<br />violette, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' p. *Ϝίον, cf. <i>lat.</i> [[viola]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:13, 9 December 2022
English (LSJ)
[ῐ], τό, heterocl. dat. pl. ἰάσῐ [ῑᾰ] Nic.Fr.74.2:—A violet, Viola odorata, στέφανοι ἴων Sapph.Supp.23.12, cf. Pi.O.6.55, etc.; καὶ τὸ ἴον μέλαν ἐντί Theoc.10.28, cf. AP4.21 (Mel.); κυαναυγές ib.5.73 (Rufin.); ἴ. τὸ μέλαν Thphr.HP1.13.2, CP1.13.12; ἴον alone, Dsc. 4.121:—in Od.5.72, λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον, there were vv.ll. σίου (Ptol. Euerg.) and θρύου. II ἴον τὸ λευκόν( = λευκόϊον, q.v.) gilliflower, Matthiola incana, Thphr.HP6.6.3; also ἴον alone, ib.6.8.1. III = κρίνον, Philin. ap. Ath.15.681b. IV generally, any flower, EM473.10. V a precious stone of dark colour, Plin.HN37.170. (ϝίον, cf. γία· ἄνθη, Hsch., Lat. viola.)
German (Pape)
[Seite 1256] τό, das Veilchen; Od. 5, 72; Pind. Ol. 6, 55; Plat. Conv. 212 e; Ath. XIV, 629 c u. öfter; κυαναυγές Rufin. 15 (V, 74); man unterschied μέλαν, das gewöhnliche, schwarzblaue, λευκόν, die Levkoie, s. λευκόϊον, u. κρόκεον, gelber Lack, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
violette, plante.
Étymologie: p. *Ϝίον, cf. lat. viola.
Russian (Dvoretsky)
ἴον: (ῐ) τό фиалка (λειμῶνες ἴου θήλεον Hom.; ἡ μέλιττα βαδίζει ἀπὸ ἴου ἐπὶ ἴ. Arst.; ἴων καὶ ῥόδων λειμῶνες Plut.): ἴ. μέλαν Theocr. или ἴ. κυαναυγές Anth. фиалка темно-синяя (предполож. Viola odorata).
Greek (Liddell-Scott)
ἴον: ῐ, τό, ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. ἴᾰσῐ ῑ, Νικ. Ἀποσπ. 2. 2: ― μενεξές, viola odorata, ἰδιαιτέρως διακρινόμενον εἰς ἴον μέλαν Θοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 2, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 1, 21, Διοσκ. 4. 122˙ καὶ τὸ ἴον μέλαν ἐντὶ Θεόκρ. 10. 28, πρβλ. Ἀνθ. Π. 4. 1, 21˙ κυαναυγὲς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 74˙ ― περὶ τῆς Ὁμηρ. σημασίας ἴδε κατωτ. IV. ΙΙ. ἴον τὸ λευκὸν ἢ λευκόϊον, φαίνεται ὅτι περιελάμβανε ποικιλίας τινας οἷον τὰ τεχνικῶς καλούμενα: Cheiranthus καὶ Mathiola·περιγράφεται δὲ ὡς ἔχον διάφορα χρώματα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 3˙ κίτρινον (χλωρόν), π. Φυτ. Αἰτ. 6. 14, 11˙ φλόγιον π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 1˙μήλινον ἢ κυανοῦν ἢ πορφυροῦν Διοσκ. 3. 138˙ οὕτως ὁ Πλίν. ἀναφέρει violae pur pureae, luteae, albae H. N. 21. 14˙ ― τὰ κοινότατα ἐν Ἑλλάδι εἴδη φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ λευκόϊον θαλάσσιον (Matthiola tricusp data), τὸ πορφύρεον (M. incana), καὶ τὸ μήλινον (Cheiranthus Cheiri). ΙΙΙ. τὸ λευκόϊον ὡσαύτως ἀναφέρεται ὡς βολβῶδες φυτόν, ἴσως τὸ leucoium pestivum, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 13, 9˙ ἢ εἶδος «ζουμπουλίου», τὸ πρῶτον ἄνθος ὅπερ ἀνθεῖ μετὰ τὸν χειμῶνα, Πλίν. 21. 38. IV. τὸ ὄνομα ἀπαντᾷ ἅπαξ παρ’ Ὁμ., λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον Ὀδ. Ε. 72. ― Ἐνταῦθα δύσκολον εἶναι νὰ ὑποτεθῇ ὅτι σημαίνει τὸ ἴον, ἐπειδὴ ἀναφέρεται ὡς αὐξανόμενον μετὰ τοῦ σελίνου εἰς ἑλώδεις λειμῶνας˙ ὅθεν ὁ Πτολεμαῖος ὁ Εὐεργέτης προὔτεινε τὴν γραφὴν σίου, = δαυκίου (σία γὰρ μετὰ σελίνου φύεσθαι, ἀλλὰ μὴ ἴα Ἀθήν. 61C)˙ διὰ τὸν αὐτὸν λόγον δὲν δύναται νὰ εἶναι τὸ ἄνθος Cheieranthus ἢ τὸ Matthiola. Οὔτε δύναται νὰ εἶναι λευκόν τι ἄνθος, διότι τὸ ἰοειδὴς κεῖται παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ τὸ ἰόεις, ἰοδνεφὴς ἐπὶ πραγμάτων μελανοχρόων. Ὁ Ruskin λέγει ὅτι τὸ ἴον παρ’ Ὁμ. δυνατὸν νὰ εἶναι ἡ κυανὴ ἢ ἐρυθρὰ ἶρις˙ καὶ τοῦτο κάλλιστα συμφωνεῖ πρὸς τὸ παρὰ Πινδ. Ο. 6. 91, ἔνθα ἀναφέρονται ἴα καὶ αὐτῶν αἱ ξανθαὶ καὶ παμπόρφυραι ἀκτῖνες. (Οἱ σύνθετοι τύποι ἰοειδὴς καὶ ἰοδνεφής, πιθαν. δὲ καὶ τὸ ἴον, ἀπαιτοῦσι τὸ δίγαμμα παρ’ Ὁμήρ., καθὼς καὶ τὸ ἴον ἐν Θεοκρ. 10. 28, καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει γία (δηλ. ϝία) ἄνθη, ὥστε δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ ἀμφιβολία περὶ τῆς σχέσεως τῆς λέξ. Fίον πρὸς τὸ Λατιν. vio-la).
English (Autenrieth)
(ϝίον): collectively, violets, Od. 5.72†.
English (Slater)
ῐον violet ἴων ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα (sc. Ἴαμος) (O. 6.55) τότε βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι, ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται fr. 75. 17.
Greek Monotonic
ἴον: [ῐ], τό, μενεξές, σε Θεόκρ.· άπαξ στον Όμηρ., λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον, πιθ. σημασία της φράσης, τα λιβάδια ήταν κατάμεστα από μενεξέδες και σέλινο· αλλά αν είναι εδώ ο ίδιος ο μενεξές ή κάποια άλλα σκουρόχρωμα μπλε λουλούδια είναι αμφίβ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: violet (Hom., Thphr.).
Compounds: Determin. comp. λευκό-ϊον = ἴον λευκόν stock-gillyflower (Thphr.; Risch IF. 59, 257); often as 1. member, e. g. ἰο-ειδής violet-coloured (πόντος; Il.), ἰο-στέφανος violet-crowned, Athen (h. Hom. 6, 18, Pi., Thgn.), ἰό-κολπος with violet bossom (Sapph.; vgl. Treu Von Homer zur Lyrik 171), ἰο-δνεφής, s. δνόφος; on ἰάνθινος s. v. Wrong Bénaky REGr. 28, 16ff.: ἴον in ἰο-ειδής etc. IIp referring to the colour.
Derivatives: ἰόεις violet-coloured = dark-blue (σίδηρος Ψ 850, θάλασσα Nic.); ἰωνιά violet-bed, also plant-name (Thphr.), after ῥοδων-ιά, θημων-ιά (Scheller Oxytonierung 70f.); ἰοντῖτις f. plant-name = ἀριστολόχεια (Dsc.; after κληματῖτις?, Redard Les noms grecs en -της 72).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Medit.
Etymology: H. γία (= Ϝία) ἄνθη and the epic metrics confirm the connection with Lat. viola; both prob. come from a Mediterranean language, s. W.-Hofmann s. v.
Middle Liddell
the violet, Theocr.:—once in Hom., λειμῶνες ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον the meadows were blooming with ἴον and parsley;—but whether it is here violet or some other dark blue flower is doubtful.
Frisk Etymology German
ἴον: {íon}
Grammar: n.
Meaning: Veilchen (ep. poet. seit Hom., Thphr. u. a.). Determinativkomp. λευκόϊον = ἴον λευκόν Levkoje (Thphr.; Risch IF. 59, 257);
Composita : oft als Vorderglied, z. B. ἰοειδής veilchenfarbig (πόντος usw.; ep. seit Il.), ἰοστέφανος veilchenbekränzt, von Aphrodite, den Musen, Athen (h. Hom. 6, 18, Pi., Thgn. usw.), ἰόκολπος mit veilchenduftendem Bausch (Sapph.; vgl. Treu Von Homer zur Lyrik 171), ἰοδνεφής, s. δνόφος; zu ἰάνθινος s. bes. Verfehlt Bénaky REGr. 28, 16ff.: ἴον in ἰοειδής usw. erst IIp auf die Farbe bezüglich.
Derivative: Ableitungen: ἰόεις veilchenfarbig = dunkelblau (σίδηρος Ψ 850, θάλασσα Nik.); ἰωνιά Veilchenbeet, auch Pflanzenname (Thphr. u. a.), nach ῥοδωνιά, θημωνιά (Scheller Oxytonierung 70f.); ἰοντῖτις f. Pflanzenname = ἀριστολόχεια (Dsk.; nach κληματῖτις?, Redard Les noms grecs en -της 72).
Etymology : H. γία (= ϝία)· ἄνθη und die epische Metrik bestätigen Zusammenhang mit lat. viola; beide sind wahrscheinlich aus einer Mittelmeersprache entlehnt, s. die Lit. bei W.-Hofmann s. v.
Page 1,729