κόχλος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3"
(1ba)
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to ", ")
 
(26 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kochlos
|Transliteration C=kochlos
|Beta Code=ko/xlos
|Beta Code=ko/xlos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shell-fish with a spiral shell</b>, used for dyeing purple, Lat. <b class="b2">murex</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>528a1</span>, <span class="title">AP</span>5.227 (Paul. Sil.); used as a trumpet, <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>303</span>, <span class="bibl">Theoc.22.75</span>, <span class="bibl">Mosch.2.124</span>: also fem., Naumach. ap. Stob.4.31.76, <span class="bibl">Paus.3.21.6</span>; <b class="b3">Κασπίῃ ἐν κ</b>., of a large sea-shell, <span class="bibl">A.R.3.859</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">land snail</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mir.</span>846b13</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">kohl</b>, <span class="bibl">Eust.728.47</span>.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[shellfish]] with a [[spiral]] [[shell]], used for [[dye]]ing [[purple]], Lat. [[murex]], Arist.HA528a1, AP5.227 (Paul. Sil.); used as a [[trumpet]], E.IT303, Theoc.22.75, Mosch.2.124: also fem., Naumach. ap. Stob.4.31.76, Paus.3.21.6; Κασπίῃ ἐν κόχλῳ = [[Caspian]] [[shell]], of a [[large]] [[sea]]-[[shell]], A.R.3.859.<br><span class="bld">2</span> [[land snail]], Arist.Mir.846b13.<br><span class="bld">3</span> [[kohl]], Eust.728.47.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1498.png Seite 1498]] ὁ (später auch ἡ, wie Ap. Rh. 3, 859, Paus. 3, 21, 6, Paul. Sil. Amb. 118), Muschel mit gewundenem Gehäuse, <b class="b2">Schnecke</b>; große Meerschneckengehäuse wurden zum Blasen gebraucht, κόχλους φυσῶν Eur. I. T. 303, Τρίτωνες κόχλοισιν ταναοῖς γάμιον [[μέλος]] ἠπύοντες Hosch. 2, 124, Theocr. 22, 75 u. sonst. – Auch zweischaalige Muscheln, wie z. B. Austern, werden so genannt. – Verwandt mit [[κόγχος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1498.png Seite 1498]] ὁ (später auch ἡ, wie Ap. Rh. 3, 859, Paus. 3, 21, 6, Paul. Sil. Amb. 118), Muschel mit gewundenem Gehäuse, [[Schnecke]]; große Meerschneckengehäuse wurden zum Blasen gebraucht, κόχλους φυσῶν Eur. I. T. 303, Τρίτωνες κόχλοισιν ταναοῖς γάμιον [[μέλος]] ἠπύοντες Hosch. 2, 124, Theocr. 22, 75 u. sonst. – Auch zweischaalige Muscheln, wie z. B. Austern, werden so genannt. – Verwandt mit [[κόγχος]].
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κόχλος''': -ου, , ὀστρακόδερμον [[μετὰ]] κοχλιοειδοῦς ὀστράκου ἐν χρήσει πρὸς παρασκευὴν τῆς πορφύρας, Λατ. murex, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 1, κ. ἀλλ., Ἀνθ. Π. 5. 228· [[ἐνίοτε]] ἐν χρήσει ὡς [[σάλπιγξ]], ὡς τὸ Λατ. concha, Εὐρ. Ι. Τ. 303, Θεόκρ. 22. 75, Μόσχ. 2. 120· ― [[ὡσαύτως]] θηλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 859, Ναυμάχ. παρὰ Στοβ. τ. 93. 23, Παυσ. 3. 21, 6. 2) τῆς ξηρᾶς [[κοχλίας]], «σιαλίγκαρος», Ἀριστ. π. Θαυμασ. 164. ― Πρβλ. [[κόλχος]]. (Συγγενὲς ταῖς λ. [[κάλχη]], [[κόγχη]], [[κόγχος]].)
|btext=ου () :<br /><b>1</b> [[grand coquillage en spirale]];<br /><b>2</b> [[conque marine]].<br />'''Étymologie:''' DELG rapport évident avec [[κόγχος]], [[κόγχη]].
}}
{{elnl
|elnltext=κόχλος -ου, ὁ [~ κόγχος, κόγχη] schelp (spiraalvormig; waaruit purper wordt gewonnen; wordt gebruikt als trompet).
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ου () :<br /><b>1</b> grand coquillage en spirale;<br /><b>2</b> conque marine.<br />'''Étymologie:''' DELG rapport évident avec [[κόγχος]], [[κόγχη]].
|elrutext='''κόχλος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[улитка со спиральной раковиной]] Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[витая раковина]]: κόχλον φυσᾶν Eur. и μυκᾶσθαι Theocr. трубить в раковину (пустые витые раковины больших морских моллюсков употреблялись в качестве сигнальных рогов).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[κόχλος]])<br /><b>1.</b> θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για [[παρασκευή]] της πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, [[οἷον]] οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῑς μαλακοστράκοις», <b>Αριστοτ.</b> β. «κόχλους δὲ ἐς βαφὴν πορφύρας παρέχεται», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κοχλίας]], το [[σαλιγκάρι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βαφή]] για τα μάτια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μουσ.</b> ελικοειδές όστρακο που χρησιμοποιούνταν ως [[σάλπιγγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται, όπως και το [[κόγχος]], στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>konkho</i>- «[[μύδι]], [[κοχύλι]]», με [[απώλεια]] του έρρινου στοιχείου, που παρατηρείται και στο νεοελλ. [[κοχύλι]]. Εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>λο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>στρεβ</i>-<i>λό</i>-<i>ς</i>, <i>τυφ</i>-<i>λό</i>-<i>ς</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοχλίας]], [[κοχλιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοχλίον]], [[κοχλίς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κοχλωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κοχλοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοχλογέννητος]]].<br /> <b>(II)</b><br />και [[χόχλος]], ο<br />[[κοχλασμός]] («σαν το θερμό στα κάρβουνα που ο [[χόχλος]] το φουσκώνει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. <span style="color: red;"><</span> [[κοχλάζω]].<br /> <b>(III)</b><br />[[κόχλος]], ὁ (Μ)<br /><b>πιθ.</b> [[φαρμακευτική]] [[σκόνη]] ή [[τρίμμα]] κάποιου φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τη λ. [[κόχλος]] (Ι). Έτσι ονομάστηκε το [[φυτό]] <i>άγχουσα</i>, κν. <i>βαφόρριζα</i>, που τριμμένο σε λεπτότατη [[σκόνη]] χρησίμευε στην [[παρασκευή]] ερυθρών χρωμάτων που αντικαθιστούσαν την [[πορφύρα]] [[αλλά]] και ως [[ψιμύθιο]] τών [[γυναικών]]. Έτσι η [[σκόνη]] πήρε την ονομ. [[κόχλος]] «[[κοχύλι]]», [[επειδή]] από κοχύλια παρασκευαζόταν η αληθινή [[πορφύρα]], [[αλλά]] και με παρετυμολογική [[σύνδεση]] [[προς]] το αραβ. <i>kohhol</i>, που δήλωνε [[κάθε]] λεπτή χημική ή [[φαρμακευτική]] [[σκόνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[κοχλίζομαι]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[κόχλος]])<br /><b>1.</b> θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για [[παρασκευή]] της πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, [[οἷον]] οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῖς μαλακοστράκοις», <b>Αριστοτ.</b> β. «κόχλους δὲ ἐς βαφὴν πορφύρας παρέχεται», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κοχλίας]], το [[σαλιγκάρι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βαφή]] για τα μάτια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μουσ.</b> ελικοειδές όστρακο που χρησιμοποιούνταν ως [[σάλπιγγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται, όπως και το [[κόγχος]], στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>konkho</i>- «[[μύδι]], [[κοχύλι]]», με [[απώλεια]] του έρρινου στοιχείου, που παρατηρείται και στο νεοελλ. [[κοχύλι]]. Εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>λο</i>- ([[πρβλ]]. <i>στρεβ</i>-<i>λό</i>-<i>ς</i>, <i>τυφ</i>-<i>λό</i>-<i>ς</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοχλίας]], [[κοχλιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοχλίον]], [[κοχλίς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κοχλωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κοχλοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοχλογέννητος]]].<br /> <b>(II)</b><br />και [[χόχλος]], ο<br />[[κοχλασμός]] («σαν το θερμό στα κάρβουνα που ο [[χόχλος]] το φουσκώνει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. <span style="color: red;"><</span> [[κοχλάζω]].<br /> <b>(III)</b><br />[[κόχλος]], ὁ (Μ)<br /><b>πιθ.</b> [[φαρμακευτική]] [[σκόνη]] ή [[τρίμμα]] κάποιου φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τη λ. [[κόχλος]] (Ι). Έτσι ονομάστηκε το [[φυτό]] <i>άγχουσα</i>, κν. <i>βαφόρριζα</i>, που τριμμένο σε λεπτότατη [[σκόνη]] χρησίμευε στην [[παρασκευή]] ερυθρών χρωμάτων που αντικαθιστούσαν την [[πορφύρα]] [[αλλά]] και ως [[ψιμύθιο]] τών [[γυναικών]]. Έτσι η [[σκόνη]] πήρε την ονομ. [[κόχλος]] «[[κοχύλι]]», [[επειδή]] από κοχύλια παρασκευαζόταν η αληθινή [[πορφύρα]], [[αλλά]] και με παρετυμολογική [[σύνδεση]] [[προς]] το αραβ. <i>kohhol</i>, που δήλωνε [[κάθε]] λεπτή χημική ή [[φαρμακευτική]] [[σκόνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[κοχλίζομαι]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κόχλος:''' -ου, ὁ, οστρακόδερμο με κοχλοειδές όστρακο, που χρησιμοποιούνταν για να βαφτεί [[κάτι]] μωβ, Λατ. [[murex]], σε Αριστ., Ανθ.· χρησιμοποιούνταν και ως [[σάλπιγγα]], όπως το Λατ. [[concha]], σε Ευρ. Θεόκρ. κ.λπ.
|lsmtext='''κόχλος:''' -ου, ὁ, οστρακόδερμο με κοχλοειδές όστρακο, που χρησιμοποιούνταν για να βαφτεί [[κάτι]] μωβ, Λατ. [[murex]], σε Αριστ., Ανθ.· χρησιμοποιούνταν και ως [[σάλπιγγα]], όπως το Λατ. [[concha]], σε Ευρ. Θεόκρ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κόχλος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> улитка со спиральной раковиной Arst.;<br /><b class="num">2)</b> витая раковина: κόχλον φυσᾶν Eur. и μυκᾶσθαι Theocr. трубить в раковину (пустые витые раковины больших морских моллюсков употреблялись в качестве сигнальных рогов).
|lstext='''κόχλος''': -ου, , ὀστρακόδερμον μετὰ κοχλιοειδοῦς ὀστράκου ἐν χρήσει πρὸς παρασκευὴν τῆς πορφύρας, Λατ. murex, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 1, κ. ἀλλ., Ἀνθ. Π. 5. 228· [[ἐνίοτε]] ἐν χρήσει ὡς [[σάλπιγξ]], ὡς τὸ Λατ. concha, Εὐρ. Ι. Τ. 303, Θεόκρ. 22. 75, Μόσχ. 2. 120· ― [[ὡσαύτως]] θηλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 859, Ναυμάχ. παρὰ Στοβ. τ. 93. 23, Παυσ. 3. 21, 6. 2) τῆς ξηρᾶς [[κοχλίας]], «σιαλίγκαρος», Ἀριστ. π. Θαυμασ. 164. ― Πρβλ. [[κόλχος]]. (Συγγενὲς ταῖς λ. [[κάλχη]], [[κόγχη]], [[κόγχος]].)
}}
{{elnl
|elnltext=κόχλος -ου, [~ κόγχος, κόγχη] schelp (spiraalvormig; waaruit purper wordt gewonnen; wordt gebruikt als trompet).
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=κόχλος<br />Grammatical information: m. (f.)<br />Meaning: `<b class="b2">shell-fish with a spiral shell, sea-, land-snail</b>, also `<b class="b2">purple-scnail, kohl</b> (E., Arist., Theoc.).<br />Derivatives: Several diminutiveformations: <b class="b3">κοχλίς</b> f. (Luc., Man.); also name of an Arabic stone (Plin.); <b class="b3">κοχλία</b> = <b class="b3">ξιφύδρια</b>, [[shell]] (H.); <b class="b3">κοχλίδιον</b> (pap., Epict.), <b class="b3">-άδιον</b> (sch.). - Further: <b class="b3">κοχλίας</b> m. `<b class="b2">snail with spiral shell</b>, often metaph. `<b class="b2">waterscrew, spiral stair etc.</b>' (com., Arist., hell.); Lat. LW <b class="b2">coc(h)lea</b>, cf. Ernout Aspects du vocab. latin 54f.; <b class="b3">κοχλιός</b> <b class="b2">id.</b>' (Paul. Aeg., Aët., Gloss.); <b class="b3">κόχλαξ</b> m. = <b class="b3">κάχληξ</b> (LXX, Dsc.); Lat. LW [[coclāca]] (Orib. lat.; cf. Ernout l. c.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Unclear <b class="b3">κοχλιάξων</b> (<b class="b3">-άζων</b>), <b class="b3">-οντος</b> m. kind of machine-screw (Orib.; after <b class="b3">ἄξων</b>?). - From Lat. <b class="b2">coc(h)lear</b>, <b class="b2">-āris</b> n. (from <b class="b2">coc(h)lea</b>) as backformation <b class="b3">κοχλιάριον</b> `[[spoon]], also as measure (Dsc., medic.); orig. name of a spoon, of which the sharp end was used to draw the snail from its shell; cf. W.-Hofmann s. <b class="b2">coc(h)lear</b>. Connection with <b class="b3">κόγχος</b>,<b class="b3">κόγχη</b> (s. v.) is evident; it has (Pre-Greek) prenasalization. Note also the vowel-variation in <b class="b3">κόχλαξ</b>\/ <b class="b3">κά-</b>.
|etymtx=κόχλος<br />Grammatical information: m. (f.)<br />Meaning: `[[shellfish with a spiral shell]], [[sea-]], [[land-snail]], also `[[purple-scnail]], [[kohl]] (E., Arist., Theoc.).<br />Derivatives: Several diminutiveformations: [[κοχλίς]] f. (Luc., Man.); also name of an Arabic stone (Plin.); [[κοχλία]] = [[ξιφύδρια]], [[shell]] (H.); [[κοχλίδιον]] (pap., Epict.), <b class="b3">-άδιον</b> (sch.). - Further: [[κοχλίας]] m. `[[snail with spiral shell]], often metaph. `[[waterscrew]], [[spiral stair etc.]]' (com., Arist., hell.); Lat. LW <b class="b2">coc(h)lea</b>, cf. Ernout Aspects du vocab. latin 54f.; [[κοχλιός]] <b class="b2">id.</b>' (Paul. Aeg., Aët., Gloss.); [[κόχλαξ]] m. = [[κάχληξ]] (LXX, Dsc.); Lat. LW [[coclāca]] (Orib. lat.; cf. Ernout l. c.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Unclear [[κοχλιάξων]] (<b class="b3">-άζων</b>), <b class="b3">-οντος</b> m. kind of machine-screw (Orib.; after [[ἄξων]]?). - From Lat. <b class="b2">coc(h)lear</b>, <b class="b2">-āris</b> n. (from <b class="b2">coc(h)lea</b>) as backformation [[κοχλιάριον]] `[[spoon]], also as measure (Dsc., medic.); orig. name of a spoon, of which the sharp end was used to draw the snail from its shell; cf. W.-Hofmann s. <b class="b2">coc(h)lear</b>. Connection with [[κόγχος]], [[κόγχη]] (s. v.) is evident; it has (Pre-Greek) prenasalization. Note also the vowel-variation in [[κόχλαξ]]/ <b class="b3">κά-</b>.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κόχλος]], ου,<br />a [[shell]]-[[fish]] with a [[spiral]] [[shell]], used for [[dying]] [[purple]], Lat. [[murex]], Arist., Anth.; used as a [[trumpet]], like Lat. [[concha]], Eur., Theocr., etc.
|mdlsjtxt=[[κόχλος]], ου,<br />a [[shell]]-[[fish]] with a [[spiral]] [[shell]], used for [[dying]] [[purple]], Lat. [[murex]], Arist., Anth.; used as a [[trumpet]], like Lat. [[concha]], Eur., Theocr., etc.
}}
{{FriskDe
|ftr='''κόχλος''': {kókhlos}<br />'''Grammar''': m. (f.)<br />'''Meaning''': ‘Muschel mit gewundenem Gehäuse, Meer-, Landschnecke’, auch [[Purpurschnecke]], [[Schminke]] (E., Arist., Theok. usw.).<br />'''Derivative''': Davon mehrere Deminutivbildungen: [[κοχλίς]] f. (Luk., Man.); auch N. eines arabischen Steins (Plin.); κοχλία = ξιφύδρια, [[Muscheln]] (H.); [[κοχλίδιον]] (Pap., Epikt.), -άδιον (Sch.). — Andere Ableitungen: [[κοχλίας]] m. [[Schnecke mit gewundener Schale]], oft übertr. [[Wasserschraube]], [[Wendeltreppe]] (Kom., Arist., hell. u. sp.); lat. LW ''coc''(''h'')''lea'', vgl. Ernout Aspects du vocab. latin 54f.; [[κοχλιός]] ib. (Paul. Aeg., Aët., Gloss.); [[κόχλαξ]] m. = [[κάχληξ]] und Umbildung davon (LXX, Dsk. u. a.); lat. LW ''coclāca'' (Orib. lat.; vgl. Ernout a. a. O.).<br />'''Etymology''': Unklar κοχλιάξων (-άζων), -οντος m. Art Maschinenschraube (Orib.; nach [[ἄξων]]?). — Aus lat. ''coc''(''h'')''lear'', -''āris'' n. (von ''coc''(''h'')''lea'') als Rückentlehnung [[κοχλιάριον]] [[Löffel]], auch als Maß (Dsk., Mediz.); urspr. N. eines Löffels, dessen spitzes Ende zum Ausziehen der Schnecken aus ihrer Schale diente; vgl. W.-Hofmann s. ''coc''(''h'')''lear''. Beziehung zu [[κόγχος]], [[κόγχη]] liegt nahe; der dabei anzunehmende Nasalwegfall (Curtius 152, Fick 1, 45) bleibt aber noch zu begründen. Unhaltbare Vorschläge werden bei WP. 1, 338 u. 462 abgelehnt.<br />'''Page''' 1,937
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[shell trumpet]]
}}
}}