εἴσοδος: Difference between revisions
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν") |
m (Text replacement - "τοῦ" to "τοῦ") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=εἰσόδου, ἡ ([[ὁδός]]) (from [[Homer]] on), an [[entrance]], i. e. [[both]] the [[place]] or [[way]] [[leading]] [[into]] a [[place]] (as, a [[gate]]), and the [[act]] of entering; [[only]] in the [[latter]] [[sense]] in the N. T. With the genitive of [[place]], τῶν ἁγίων, [[entrance]] [[into]] the [[holy]] [[place]], i. e. [[reception]] [[into]] [[heaven]], [[ὁδός]]); [[εἰς]] [[τήν]] βασιλείαν | |txtha=εἰσόδου, ἡ ([[ὁδός]]) (from [[Homer]] on), an [[entrance]], i. e. [[both]] the [[place]] or [[way]] [[leading]] [[into]] a [[place]] (as, a [[gate]]), and the [[act]] of entering; [[only]] in the [[latter]] [[sense]] in the N. T. With the genitive of [[place]], τῶν ἁγίων, [[entrance]] [[into]] the [[holy]] [[place]], i. e. [[reception]] [[into]] [[heaven]], [[ὁδός]]); [[εἰς]] [[τήν]] βασιλείαν τοῦ κυρίου, [[πρός]] τινα added, 1 Thessalonians 2:1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:49, 9 December 2022
English (LSJ)
or ἔσοδος, ἡ, A entrance: I place of entrance, entry, Od. 10.90, Hdt.1.9, etc.; ἐσόδους Φοίβου the entrance to his temple, E. Ion104 (anap.); of a mountain-pass, ἡ διὰ Τρηχῖνος ἔσοδος ἐς τὴν Ἑλλάδα Hdt.7.176; in a theatre, entrance for the Chorus, Ar.Nu.326, Av. 296, v. Sch.; entrance door of a court of justice, Arist.Ath.63.2, etc.: metaph., καλῶν ἔσοδοι paths to glory, Pi.P.5.116. II entering, entrance, εἴσοδον παρασχεῖν X.HG4.4.7, etc.: pl., A.Eu.30. 2 entrance into the lists to contend in the games, ἱππείαν ἔσοδον(cf. εἰσέρχομαι II) Pi.P.6.50; also ἡ εἴσοδος τῆς δίκης εἰς τὸ δικαστήριον the introduction of it, Pl.Cri.45e. 3 right of entrance or privilege of entrance, ἔσοδον εἶναι παρὰ βασιλέα ἄνευ ἀγγέλου Hdt.3.118. 4 visit, κακῶν γυναικῶν εἴσοδοι E.Andr.930, cf. 952, Lys.1.20; of a doctor, Gal.16.523. 5 study, investigation, Vett. Val.259.7; ἀκροθιγεῖς τὰς εἰσόδους ποιήσασθαι ib. 222.11; also, method, ib.108.19. III that which comes in, revenue, opp. ἔξοδος, Plb.6.13.1, cf. IG14.423 (Tauromenium), 5(I).1390.64 (Andania), PPetr.3p.151.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
• Alolema(s): ἔσοδος Pi.P.5.116, Hdt.1.9, Hp.Decent.13, Th.8.92, IG 5(1).1390.64 (Andania I a.C.), Paus.1.22.4, D.C.63.15.2, Ael.NA 9.8
I concr. lugar por el que se entra, entrada, acceso ἀραιὴ δ' εἴ. ἐστιν a un puerto Od.10.90, esp. a edificios y recintos κεῖται δὲ ἀγχοῦ τῆς ἐσόδου θρόνος Hdt.l.c., cf. 2.138, τὸ τεῖχος ... πυλίδας ἔχον καὶ ἐσόδους Th.l.c., παρὰ τὴν εἴσοδον Ar.Nu.326, οὐδ' ἰδεῖν ἔτ' ἔσθ' ... τὴν εἴσοδον Ar.Au.296, cf. Thphr.Char.21.7, Ach.Tat.2.19.4, LXX 1Pa.9.19, PPher.186 (II d.C.), I.AI 15.347, PLond.1974.30 (III a.C.), D.Chr.36.34, Hld.1.9.2, a la madriguera de animales, Arist.HA 578b23, cf. Ael.l.c., Opp.H.3.343, ὑπόδειξον τὴν εἴσοδον a un río embravecido, Aesop.231
•frec. c. constr. prep. de lugar ἐς τὴν Ἑλλάδα Hdt.7.176, εἰς τὰ δικαστήρια Arist.Ath.63.2, ἐς δὲ τὴν ἀκρόπολίν ἐστιν εἴ. μία Paus.l.c., εἰς τὸ μνημεῖον IEphesos 2256.7 (imper.), διὰ πέτρας πρῶτον λατομητὴ εἴ. Str.11.3.5, c. gen. καὶ θὲς πρὸς αὐταῖς εἰσόδοις δόμων ἐμῶν y colócalo junto a la misma entrada de mi morada E.Io 34, cf. 104, ἡ εἴ. τῆς πόλεως LXX Id.1.24, ὧν ἀνὰ μέσον εἴ. κοινή UPZ 217.5 (II a.C.), fig. καὶ ἅμα ἀνοίγοντος ἐκείνου (πλούτου) τῶν πόλεων καὶ οἴκων τὰς εἰσόδους Longin.44.7
•pasadizo de entrada, prob. un callejón de entrada a una propiedad o casa ἐν εἰσόδ[ῳ] οἰκία Ἰσιδώρας PBerl.Borkowski 4.6, cf. 1.13 (III/IV d.C.)
•cien. entrada, paso en teorías filosóficas, fisiológicas, etc. ὁ δ' ὀμφαλός, δι' οὗ αἱ ἔσοδοί εἰσι τοῖσι παιδίοισι μοῦνον τοῦ σώματος Hp.Oct.3, en el seno del elemento térreo εἴ. γὰρ οὐδενὶ πλὴν πυρὶ λέλειπται Pl.Ti.61a, διὰ τὸ μὴ ἔχειν εἴσοδον el frío para helar una planta, Thphr.CP 5.12.6, ἀναπεπταμένη πρὸς τὸ φῶς ἡ εἴ. ref. la caverna, Pl.R.514a.
II abstr.
1 entrada, hecho de entrar νῦν τυχεῖν με τῶν πρὶν εἰσόδων ... ἄριστα δοῖεν ojalá me concedan tener ahora mejor fortuna que en entradas anteriores (al oráculo), A.Eu.30, κωλύσειν τῆς εἰσόδου τὸν Ἀντίοχον impedir a Antíoco la entrada (al territorio), ref. una invasión, Plb.5.69.2, cf. I.BI 5.346, Plu.Alex.16, παρέσχεν αὐτοῖς τὴν εἴσοδον Polyaen.2.36, ἐτηροῦντο δὲ ἀκριβῶς ... αἱ ἔσοδοι καὶ αἱ ἔξοδοι muy estrechamente eran vigiladas sus entradas y salidas D.C.l.c., ἀκώλυτον παράσχου τὴν εἴ. Ath.Al.Apol.Sec.59.6, c. constr. prep. de lugar ἔσοδον εἶναι παρὰ βασιλέα tener derecho a presentarse ante el rey Hdt.3.118, c. gen. obj. δόμων τῶνδ' εἰσόδους ἀνέξομαι E.Alc.941, ἡ εἴ. τῆς νεοττιᾶς la entrada en el nido Arist.HA 613a1, c. gen. subjet. ἡ εἴ. ἡ τοῦ ἱερέως Ph.1.292, δαίμονος ... ἐς τὸν ἄνθρωπον εἴ. Aret.SD 1.4.2, ἡ πρὸς τὰ ἱερὰ τῶν προσιόντων εἴ. Dion.Ar.EH 109.9
•fig. aparición, llegada a este mundo πρὸ προσώπου τῆς εἰσόδου αὐτοῦ antes de su llegada (de Cristo) Act.Ap.13.24, μία δὲ εἴ. ἐπὶ τὴν οἰκουμένην metáf. ref. la venida de Cristo, Gr.Nyss.Apoll.202.2, ref. al ser humano ἡ αὐτὴ γένεσις, ἡ αὐτὴ εἴ. Chrys.Iob 31.8.
2 visita κακῶν γυναικῶν εἴσοδοι E.Andr.930, cf. 952, εἴσοδοι τῶν φιλτάτων Aret.CA 1.1.2, del amante a escondidas, Lys.1.20, cf. SEG 35.219.4 (Atenas III d.C.)
•esp. visita médica ἐν δὲ τῇ εἰσόδῳ μεμνῆσθαι καὶ καθέδρης Hp.Decent.12, ἐσόδῳ χρέο πυκνῶς visita (al enfermo) con frecuencia Hp.Decent.13, cf. Epid.6.4.7, ἐν ταῖς πρὸς τοὺς ἀσθενοῦντας εἰσόδοις Gal.16.523, c. gen. subjet. πολλῶν ἰατρῶν εἴ. μ' ἀπώλεσεν Men.Mon.659.
3 usos esp. entrada de la novia en casa del novio, c. gen. subjet. σᾶς ἔσοδοι νύμφας E.Ph.349, del coro a escena, Poll.4.108; αἱ τῶν θριάμβων εἴσοδοι entradas triunfales en Roma, D.H.7.72.11
•entrada, toma de posesión de una magistratura εἰς τὰς ἀρχάς IPr.105.80 (I a.C.)
•medic. πνεύματος ἔσοδος inspiración Hp.Epid.6.5.1.
4 sent. dud., quizá entrada al lugar de una competición, y por meton. competición ἄρχειν ... ἱππιᾶν ἐσόδων presidir las competiciones hípicas Pi.P.6.50.
5 plu. forma de entrar o llegar a c. gen. de abstr. ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι Pi.P.5.116
•sg. acceso, forma o momento de entrada γιγνώσκει ... τὴν εἴσοδον αὐτῆς (τῆς αἰωνίου ἀναπαύσεως) ἐπίπονον οὖσαν Clem.Al.Strom.7.16.93
•c. constr. prep. εἴ. ἡ πρὸς ἀρετήν Ph.1.573, αὕτη μία εἴ. ἐστι πρὸς τὸν κύριον del hijo de Dios, Herm.Sim.9.12.6
•ingreso en una escuela o secta, Epicur.Fr.[88]
•método de estudio ὅπως εὐκατάληπτον τὴν εἴσοδον ἔχωσιν Vett.Val.149.25, ἀμετανόητον τὴν εἴσοδον κτήσονται Vett.Val.248.2, cf. 316.8.
6 jur. presentación de acusador y acusado ante el tribunal ἡ εἴ. τῆς δίκης εἰς τὸ δικαστήριον Pl.Cri.45e.
7 econ. entrada, ingresos χρηματισμὸς τῶν ἐκεῖ εἰσόδων PPetr.3.53.(l).6 (III a.C.), op. ἔξοδος ‘salida’, ‘gastos’, Plb.6.13.1, 14.2, op. ἔξοδος y λοιπόν ‘saldo’ IG 14.423.1.12, IMus.Pal.115.1.8, CASA 3.1964.43 (todas Tauromenio II/I a.C.), ὑπαρχέτω τὰ πίπτοντα διάφορα ... εἰς τὰς τᾶς πόλεως ἐσόδους IG 5(1).1390.64 (Andania I a.C.).
German (Pape)
[Seite 744] ἡ, der Eingang, Zugang; Od. 10, 90; ἱππία Pind. P. 6, 50, Zugang zu dem Wettrennen (Schol. ἅμιλλαι ἱππικαί); ἐπιχωρίων καλῶν P. 5, 108; in Prosa von Her. 1, 9 an; εἴσοδός ἐστι παρὰ βασιλέα ἄνευ ἀγγέλου, der Zutritt, er kann hineingehen, 3, 118; παρασχεῖν εἴσοδον εἰς τὰ τείχη Xen. Hell. 4, 4, 7; ἡ εἴσοδος τῆς δίκης εἰς τὸ δικαστήριον Plat. Crit. 45 e, die Einführung, Einleitung. – Auch das Einkommen, Pol. 6, 13, 1 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
ion. et anc. att. ἔσοδος
1 action d'entrer ; t. de droit εἴσοδος δίκης εἰς τὸ δικαστήριον PLAT introduction d'une cause devant le tribunal;
2 passage pour entrer, entrée;
3 faculté d'entrer.
Étymologie: εἰς, ὁδός.
Russian (Dvoretsky)
εἴσοδος: ион. и староатт. ἔσοδος ἡ
1 вход (ἀραιή Hom.; τοῦ ἱροῦ Her.; μίαν ἔχειν εἴσοδον Arst.; μάχεσθαι περὶ τῆς εἰσόδου Plut.);
2 право входа (παρὰ βασιλῆα Her.);
3 проникновение (ἡ εἴ. τοῦ ἀέρος ἀναπνοὴ καλεῖται Arst.);
4 прибытие, поступление (τῆς δίκης εἰς τὸ δικαστήριον Plat.);
5 приход, посещение (τινος Eur., Lys.);
6 поступления, доход (εἴ. καὶ ἔξοδος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
εἴσοδος: τὸ πλεῖστον ἐν τῷ τύπῳ ἔσοδος, ὁδὸς δι’ ἧς εἰσέρχεταί τις· ὅ ἐ: 1) τόπος δι’ οὗ εἰσέρχεταί τις, εἴσοδος, Ὀδ. Κ. 90, Ἡρόδ. 1. 9, κλ.· ἐσόδους Φοίβου, τὴν εἰς τὸν ναὸν αὐτοῦ εἴσοδον, Εὐρ. Ἴων. 104· ἡ εἴσοδος εἰς ὀρεινὴν δίοδον, Ἡρόδ. 7. 1?· ἐν θεάτρῳ, τὸ μέρος δι’ οὗ εἰσήρχετο ὁ χορός, Ἀριστοφ. Νεφ. 326, Ὄρν. 296, ἴδε Σχόλ· ἡ αὐλαία πύλη δικαστηρίου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 420, κτλ.· - μεταφ., καλῶν ἔσοδοι, ὁδοὶ πρὸς δόξαν ἄγουσαι, Πινδ. Π. 5. 156. ΙΙ. τὸ εἰσέρχεσθαι, ἡ εἴσοδος, εἰσ. παρέχειν Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 7, κτλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 30. 2) εἴσοδος ἢ ἐγγραφή εἰς τὸν κατάλογον τῶν μελλόντων νὰ ἀγωνισθῶσιν εἰς τοὺς διαφόρους ἀγῶνας, ἱππεία ἔσ. (πρβλ. εἰσέρχομαι ΙΙ), Πινδ. Π. 6. 50: - ὡσαύτως, ἡ εἴσοδος τῆς δίκης εἰς τὸ δικαστήριον, ἡ εἰσαγωγὴ αὐτῆς εἰς τὸ δ., Πλάτ. Κρίτων 45Ε. 3) δικαίωμα ἢ προνόμιον εἰσόδου, ἔσοδον εἶναι παρὰ βασιλέα ἄνευ ἀγγέλου Ἡρόδ. 3. 118. 4) ἐπίσκεψις, κακῶν γυναικῶν εἴσοδοι Εὐρ. Ἀνδρ. 930, πρβλ. 952, Λυσίας 93. 33. ΙΙΙ. εἴσοδος ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔξοδος, εἰσόδημα, ἔσοδον, Πολύβ. 6. 13, 1. - Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ ἡ εἴσοδος εἶναι (α΄) ἡ τοῦ ἐπισκόπου εἰσέλευσις εἰς τὸν ναὸν μικρὸν πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς λειτουργίας, εἴσοδος τοῦ ἀρχιερέως Μάξ. Ὁμ. ΙΙ. 688C. D, Κων. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 15, 31· (β΄) ἡ τοῦ ἱερέως εἰσέλευσις εἰς τὸ ἅγιον βῆμα: 1) μικρὰ εἴσοδος, ὅταν ἐξέλθῃ ὁ ἱερεὺς ἐκ τῆς βορείου πύλης τοῦ ἱεροῦ κρατῶν τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον καὶ στὰς ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ναοῦ ἐκφωνήσῃ: «σοφία· ὀρθοί», καὶ ἔπειτα εἰσέλθῃ εἰς τὸ ἱερὸν διὰ τῆς ὡραίας πύλης. 2) μεγάλη εἴσοδος, ὅταν ψαλλομένου τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου εἰσέρχηται εἰς τὸ ἱερὸν κρατῶν τὰ ἄχραντα μυστήρια, Μάξ. Ὁμ. ΙΙ. 693C. Ἐν τῇ λειτουργίᾳ γίνονται ἀμφότεραι αἱ εἴσοδοι, ἥ τε μικρὰ καὶ ἡ μεγάλη, ἀλλ’ ἐν τῷ ἑσπερινῷ μόνον ἡ μικρά· 3) ἡ εἴσοδος τῆς Θεοτόκου εἰς τὸν ναὸν = τὰ εἰσόδια, Στουδ. 1696C.
English (Strong)
from εἰς and ὁδός; an entrance (literally or figuratively): coming, enter(-ing) in (to).
English (Thayer)
εἰσόδου, ἡ (ὁδός) (from Homer on), an entrance, i. e. both the place or way leading into a place (as, a gate), and the act of entering; only in the latter sense in the N. T. With the genitive of place, τῶν ἁγίων, entrance into the holy place, i. e. reception into heaven, ὁδός); εἰς τήν βασιλείαν τοῦ κυρίου, πρός τινα added, 1 Thessalonians 2:1.
Greek Monolingual
η (AM εἴσοδος)
1. το μέρος, το σημείο όπου μπαίνει κανείς σ' έναν χώρο («είσοδος του δικαστηρίου», «είσοδος λιμανιού»)
2. εισόδημα, έσοδο
3. δωρεάν άδεια, δικαίωμα εισόδου σε κλειστό χώρο θεάματος ή ακροάματος («έχει ελεύθερη είσοδο σε όλα τα θέατρα»)
νεοελλ.
1. συμμετοχή σε οργανωμένο σύνολο ανθρώπων για πρώτη φορά («είσοδος στην ακαδημία»)
2. μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη («είσοδος στην εφηβική ηλικία»)
3. αντίτιμο εισιτηρίου
μσν.- νεοελλ.
εκκλ.
1. «μεγάλη είσοδος» — η μεταφορά τών τιμίων δώρων στο άγιο βήμα για καθαγιασμό
2. «μικρή είσοδος» α) μεταφορά του ιερού ευαγγελίου στο κέντρο του ναού
β) είσοδος του ιερέα στο άγιο βήμα
γ) η είσοδος της Παναγίας στον ναό, τα εισόδια
αρχ.
1. (στο αρχ. θέατρο) το μέρος απ' όπου έμπαινε ο χορός
2. μέσο, ή τρόπος επιτυχίας
3. εγγραφή στον κατάλογο αυτών που πρόκειται να αγωνιστούν σε διάφορα αθλήματα
4. επίσκεψη
5. εξέταση, έρευνα.
Greek Monotonic
εἴσοδος: ή ἔσοδος, ἡ,
I. πέρασμα, είσοδος, δηλ. μπάσιμο, δίοδος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
II. είσοδος, δικαίωμα ή προνόμιο εισόδου, στον ίδ., σε Ξεν.
Middle Liddell
I. a way in, entrance, i. e., place of entrance, entry, Od., Hdt., etc.
II. entrance, a right or privilege of entrance, Hdt., Xen.
Chinese
原文音譯:e‡sodoj 誒士-哦多士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:進入-路
字義溯源:入口,接近,進入,進,進來,出來;由(εἰς)*=到,進入)與(ὁδός / ὁδοποιέω)*=路)組成
出現次數:總共(5);徒(1);帖前(2);來(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 進(4) 帖前1:9; 帖前2:1; 來10:19; 彼後1:11;
2) 進來(1) 徒13:24
English (Woodhouse)
access, entrance, mouth, admittance to a hearing, going in, means of approach, right of entrance, right of entry, way in
Translations
entrance
Albanian: hyrje; Arabic: مَدْخَل; Egyptian Arabic: دخول; Armenian: մուտք; Azerbaijani: giriş; Basque: sareera; Belarusian: уваход, уезд, пад'езд; Bengali: প্রবেশ; Bulgarian: вход; Burmese: အဝင်; Catalan: entrada; Chichewa: khomo; Chinese Cantonese: 入口; Mandarin: 入口, 門口, 门口, 進口, 进口; Czech: vchod; Danish: indgang; Dutch: ingang; Esperanto: enirejo; Estonian: sissepääs; Finnish: sisäänkäynti; French: entrée; Friulian: jentrade; Galician: entrada; Georgian: შესასვლელი; German: Eingang, Einfahrt; Gothic: 𐌹𐌽𐌽𐌰𐍄𐌲𐌰𐌷𐍄𐍃; Greek: είσοδος; Ancient Greek: εἴσοδος; Greenlandic: isertarfik; Hebrew: כְּנִיסָה; Hindi: प्रवेश; Hungarian: bejárat; Icelandic: inngangur; Indonesian: jalan masuk; Italian: entrata, ingresso; Japanese: 入口; Kazakh: есік; Khmer: ទ្វារចូល; Korean: 입구(入口); Kurdish Central Kurdish: قاپی; Kyrgyz: эшик, кириш, кирме; Ladin: ntreda; Lao: ທາງເຂົ້າ; Latin: ostium, aditus, introitus, vestibulum; Latvian: ieeja; Lithuanian: įėjimas; Luxembourgish: Agank; Macedonian: влез; Maori: kūaha; Mongolian: орц, орох хаалга; Norwegian: inngang,, entré; Occitan: intrada; Pashto: مدخل; Persian: ورودی, ورود; Polish: wejście; Portuguese: entrada; Romanian: intrare; Russian: вход, въезд, подъезд, парадная; Sanskrit: प्रवेश; Serbo-Croatian Cyrillic: улаз; Roman: ulaz; Slovak: vchod; Slovene: vhod; Spanish: entrada; Swedish: ingång c, entré; Tagalog: pasukan, entrada; Tajik: даромад, вуруд; Thai: ทางเข้า; Turkish: giriş, girme; Turkmen: girelge; Ukrainian: вхід, в'їзд; Urdu: داخلہ; Uzbek: eshik, kirish; Venetian: entrada, intrada; Vietnamese: lối vào; Volapük: nügolöp; Walloon: intrêye; Yiddish: אַרײַנגאַנג