συναναπείθω: Difference between revisions
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "τι" to "τι") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=persuader en même temps : τινα qqn ; τινα ποιεῖν | |btext=persuader en même temps : τινα qqn ; τινα ποιεῖν τι THC qqn de faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀναπείθω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 20:03, 9 December 2022
English (LSJ)
assist in persuading, τινὰς ποιεῖν τι Th.6.88, Isoc.4.46; τινα Plu. Publ.21.
German (Pape)
[Seite 1000] mit, zugleich bereden; Thuc. 6, 88; Isocr. 4, 46.
French (Bailly abrégé)
persuader en même temps : τινα qqn ; τινα ποιεῖν τι THC qqn de faire qch.
Étymologie: σύν, ἀναπείθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αναπείθω helpen te overreden.
Russian (Dvoretsky)
συναναπείθω:
1 совместно уговаривать, вместе убеждать (τινὰ ποιεῖν τι Thuc., Isocr.);
2 внушать (δόξαν Plut.).
Greek Monolingual
Α
μεταπείθω κάποιον από κοινού με άλλον («τοὺς ἄλλους διδόναι συναπείθει», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπείθω «μεταπείθω»].
Greek Monotonic
συναναπείθω: μέλ. -σω, βοηθώ στο να πεισθεί κάποιος, καταπείθω, τινὰ ποιεῖν τι, σε Θουκ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
συναναπείθω: ἀναπείθω ὁμοῦ, τινὰς ποιεῖν τι Θουκ. 6. 88, Ἰσοκρ. 50Α˙ τινὰ Πλουτ. Ποπλ. 21.
Middle Liddell
fut. σω
to assist in persuading, τινὰ ποιεῖν τι Thuc., etc.