χηρεύω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1  :")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> être vide : [[ἀνδρῶν]] OD d'hommes;<br /><b>2</b> [[être veuf]] <i>ou</i> veuve;<br /><b>3</b> [[être solitaire]], [[vivre dans la solitude]].<br />'''Étymologie:''' [[χῆρος]].
|btext=<b>1</b> [[être vide]] : [[ἀνδρῶν]] OD d'hommes;<br /><b>2</b> [[être veuf]] <i>ou</i> veuve;<br /><b>3</b> [[être solitaire]], [[vivre dans la solitude]].<br />'''Étymologie:''' [[χῆρος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 08:56, 10 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηρεύω Medium diacritics: χηρεύω Low diacritics: χηρεύω Capitals: ΧΗΡΕΥΩ
Transliteration A: chēreúō Transliteration B: chēreuō Transliteration C: chireyo Beta Code: xhreu/w

English (LSJ)

intr., A to be without, lack, c. gen., νῆσος ἀνδρῶν χ. Od.9.124, cf. Plu. Pomp.28, Ael.NA4.59: γῆ χ. τῶν ἐκπονούντων Alciphr.3.25; ὁλκὰς τῶν ἐμπλεόντων χηρεύουσα Hld.1.1; τῶν τῆς Ἀφροδίτης ὀργίων χ. Ach. Tat.4.1; οὐδέποτε χ. τῶν ὄντων τινὸς ὁ κόσμος Herm. ap. Stob.1.41.6; χ. ἀπό τινος Steph. in Hp.1.219 D. 2 abs. of a woman, to be widowed, live in widowhood, Is.6.51, D.30.11,33; of birds, Arist. Fr.347; also of men, to be a widower, Plu.Cat.Ma.24:—Med., χηρεύσῃ λέχος E.Alc.1089. 3 live in solitude, of a fugitive, S.OT479 (anap.). II trans., bereave, E.Cyc.440; πεσὼν χηρεύσει σύνοικον Aphth.Prog.13.

German (Pape)

[Seite 1354] 1) intrans., leer od. öde sein, τινός, νῆσος ἀνδρῶν χηρεύει Od. 9, 124; bes. des Gatten od. der Eltern beraubt, also verwittwe't, verwais't sein, im Wittwenstande leben, Is. 6, 51 Dem. 30, 11 u. sam sein, μέλεος μελέῳ ποδὶ χηρεύων Soph. O. R. 479; Eur. Alc. 1092. – 2) trans., leer, öde machen, berauben, bes. zur Wittwe od. Waise machen, τινά τινος, Sp., wie man auch Eur. Cycl. 440 nehmen kann.

French (Bailly abrégé)

1 être vide : ἀνδρῶν OD d'hommes;
2 être veuf ou veuve;
3 être solitaire, vivre dans la solitude.
Étymologie: χῆρος.

Russian (Dvoretsky)

χηρεύω:
1 быть лишенным, не иметь (νῆσος ἀνδρῶν χηρεύει Hom.);
2 быть вдовым, вдоветь (ἡ γυνὴ ἐχήρευε Dem.);
3 быть одиноким: φοιτᾷ χηρεύων Soph. он бродит одиноко;
4 отнимать, лишать: χηρεύεσθαί τι Eur. быть лишенным чего-л.

Greek (Liddell-Scott)

χηρεύω: (χῆρος) ἀμετάβ., στεροῦμαι, μετὰ γεν., νῆσος ἀνδρῶν χ. Ὀδ. Ι. 124· χηρεύσει πολλῶν Θέογν. 956Β, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις. 2) ἀπολ, στεροῦμαι τοῦ ἀνδρός μου, χηρεύω, ζῶ ἐν χηρείᾳ, Ἰσαῖος 61. 22, Δημ. 867, 4., 873. 11, Ἀριστ. Ἀποσπ. 271, κλπ.· - ὡσαύτως ἐπὶ ἀνδρῶν, εἶμαι χῆρος, Πλάτ. Κάτων Πρεσβύτ. 24· χηρεύσει λέχος Εὐρ. Ἄλκ. 1089. 3) ζῶ ἐν ἐρημίᾳ, ἐπὶ ἐξορίστου, Σοφ. Ο. Τ. 479. ΙΙ. μεταβ., στερῶ, ἀποστερῶ, Εὐρ. Κύκλ. 440 (ἴδε ἐν λ. σίφων)· - ἡ χρῆσις ἡ ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 543 εἶναι ἀμφίβ.

English (Autenrieth)

(χήρη): be deprived of, without; ἀνδρῶν, Od. 9.124†.

Greek Monolingual

ΝΜΑ χήρα
(αμτβ.) στερούμαι τον ή την σύζυγό μου λόγω θανάτου, είμαι χήρος ή χήρα (α. «χήρεψε πολύ νέος» β. «τοσοῦτον ἄν χρόνον χηρεύουσ' ἠνείχετ' ἐξὸν ἄλλῳ συνοικεῖν», Δημοσθ.)
νεοελλ.
(αμτβ.) μτφ. (για λειτούργημα, αξίωμα, θέση) παραμένω κενός
μσν.-αρχ.
(αμτβ.) είμαι άδειος, έρημος («χήρευον δὲ μέλαθρα... Ἀχέροντος», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. (μτβ.) καθιστώ κάτι άδειο, έρημο
2. (αμτβ.) μτφ. (για εξόριστο) ζω απομονωμένος στην ερημιά.

Greek Monotonic

χηρεύω: μέλ. -σω (χήρα
I. 1. αμτβ., στερούμαι κάποιον ή κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Θέογν.
2. απόλ., στερούμαι σύζυγο, είμαι χήρος, ζω σε κατάσταση χηρείας, σε Δημ. κ.λπ.· λέγεται για άντρα, είμαι χήρος, σε Πλούτ.· ομοίως, χηρεύσει λέχος, σε Ευρ.
3. ζω στην απομόνωση εξαιτίας εξορίας, σε Σοφ.
II. μτβ., στερούμαι, σε Ευρ.

Middle Liddell

χηρεύω, fut. -σω χήρα
I. intr. to be bereaved of a person or thing, c. gen., Od., Theogn.
2. absol. to be bereaved of a husband, to be widowed, live in widowhood, Dem., etc.;—of a man, to be a widower, Plut.; so, χηρεύσει λέχος Eur.
3. to live in solitude, of an exile, Soph.
II. trans. to bereave, Eur.