ἐκπομπή: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
m (Text replacement - "αἱ" to "αἱ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> envoi (de colonies);<br /><b>2</b> [[αἱ]] [[ἐκπομπαί]] excursions, incursions (de brigands);<br /><b>3</b> [[renvoi]] ; répudiation d'une femme, divorce.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκπέμπω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> envoi (de colonies);<br /><b>2</b> αἱ [[ἐκπομπαί]] excursions, incursions (de brigands);<br /><b>3</b> [[renvoi]] ; répudiation d'une femme, divorce.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκπέμπω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 09:51, 10 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπομπή Medium diacritics: ἐκπομπή Low diacritics: εκπομπή Capitals: ΕΚΠΟΜΠΗ
Transliteration A: ekpompḗ Transliteration B: ekpompē Transliteration C: ekpompi Beta Code: e)kpomph/

English (LSJ)

ἡ, A sending out or forth, λῃστῶν Th.3.51 (pl.); ἀποικιῶν Pl.Lg.740e. II divorce, Antipho Soph.49 (pl.).

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. -ά FD 3.240.23 (II a.C.)
I 1c. gen. obj. envío, expedición τριήρων τε ... καὶ λῃστῶν Th.3.51, cf. Harp.s.u. ἀποστολεῖς, ἐ. ἀποικιῶν envío de expediciones colonizadoras Pl.Lg.740e, τούτου καὶ τῶν ... φίλων Plb.22.14.11, cf. 30.9.3, τῶν κληρούχων εἰς Οὐολούσκους D.H.6.44, τῶν τριακοσίων ἐκείνων Plu.2.861a, τῶν κατασκόπων Porph.ad Il.160.1
remesa τοῦ σίτου PWash.Univ.8.1 (VI d.C.).
2 repudio de la mujer en el matrimonio, Antipho Soph.B 49.
3 cien. emisión de rayos visuales οἱ δι' ἐκπομπὴν ἀκτίνων τιθέμενοι τὸ ὁρᾶν Them.in PN 12.18, cf. Phlp.in de An.325.2, τῆς ὄψεως Olymp.in Mete.236.19, op. εἰσδοχήrecepción’ αὕτη δὲ μόνη (ὅρασις) κατὰ ἐκπομπήν (ἐνεργεῖ) EM 133.24G.
expulsión ἐ. πνεύματος Steph.in Hp.Progn.224.10
econ. emisión de dinero u otros efectos para gasto público Cod.Iust.12.37.18, Iust.Edict.11.2
crist. c. gen. subjet. emisión, soplo Πνεύματος del Espíritu Santo, Didym.Eun.M.29.737A.
II licencia, marcha, despedida αὐτῶν de los 70 traductores del AT tras su visita a Ptolomeo Filadelfo, Aristeas 318, 319.

German (Pape)

[Seite 775] ἡ, das Aussenden, Abschicken, ἀποικιῶν, von Kolonien, Plat. Legg. V, 740 e; λῃστῶν, Streifzüge, Thuc. 3, 51; eines Gesandten, Pol. 23, 14, 11; γυναικός, Verstoßung, Antipho bei Stob. flor. 68, 37.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 envoi (de colonies);
2 αἱ ἐκπομπαί excursions, incursions (de brigands);
3 renvoi ; répudiation d'une femme, divorce.
Étymologie: ἐκπέμπω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπομπή:
1 высылка, посылка, отправка (ἀποικιῶν Plat.; τινος εἰς τὴν Ῥώμην Polyb.);
2 набег (λῃστῶν ἐκπομπαί Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπομπή: ἡ, τὸ ἐκπέμπειν, ἐξαποστέλλειν, λῃστῶν Θουκ. 3. 51· ἀποικιῶν Πλάτ. Νόμ. 740Ε. ΙΙ. διαζύγιον, διάζευξις, Ἀντιφῶν παρὰ Στοβ. 422. 2.

Greek Monolingual

η (AM ἐκπομπή)
το να εκπέμπεται κάτι, να εξαπολύεται ή να αποστέλλεται προς τα έξω
νεοελλ.
1. παραγωγή ακτινοβολίας από κάποια πηγή και διάδοσή της στον χώρο
2. μεταβίβαση ήχου και εικόνας με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων
3. όρος της νεοπλατωνικής και της γνωστικής φιλοσοφίας που σημαίνει ότι από το απόλυτο εκπορεύονται με ακτινοβολία όλα τα σχετικά και από τον θεό όλα τα κατώτερα όντα, η απορροή
αρχ.
1. αποπομπή, διώξιμο συζύγου
2. εξόρμηση για επιδρομή.

Greek Monotonic

ἐκπομπή: ἡ (ἐκπέμπω), αποστολή, αποπομπή, εκδίωξη, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἐκπομπή, ἡ, ἐκπέμπω
a sending out or forth, Thuc.

English (Woodhouse)

sending

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)