ἀντίψυχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντίψῡχος''': -ον, (ψυχὴ) ὁ ἀντὶ τῆς ψυχῆς, δηλ. τῆς ζωῆς, διδόμενος, Λουκ. Λεξιφ. 10· ἀντ. εἶναί τινος Ἰγνάτ. Ἐφεσ. 21, Σμυρν. 10 κ. ἀλλ. 2) ἀντίψυχοί οἱ ἀποθανεῖν ἐθελήσαντες, θελήσαντες ν’ ἀποθάνωσιν ἀντ’ [[αὐτοῦ]], Δίων Κ. 59. 8.
|lstext='''ἀντίψῡχος''': -ον, (ψυχὴ) ὁ ἀντὶ τῆς ψυχῆς, δηλ. τῆς ζωῆς, διδόμενος, Λουκ. Λεξιφ. 10· ἀντ. εἶναί τινος Ἰγνάτ. Ἐφεσ. 21, Σμυρν. 10 κ. ἀλλ. 2) ἀντίψυχοί οἱ ἀποθανεῖν ἐθελήσαντες, θελήσαντες ν’ ἀποθάνωσιν ἀντ’ αὐτοῦ, Δίων Κ. 59. 8.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντίψυχος]], -ον (Α)<br />αυτός που δίνεται ως [[αντάλλαγμα]] της ζωής.
|mltxt=[[ἀντίψυχος]], -ον (Α)<br />αυτός που δίνεται ως [[αντάλλαγμα]] της ζωής.
}}
}}

Revision as of 19:34, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίψῡχος Medium diacritics: ἀντίψυχος Low diacritics: αντίψυχος Capitals: ΑΝΤΙΨΥΧΟΣ
Transliteration A: antípsychos Transliteration B: antipsychos Transliteration C: antipsychos Beta Code: a)nti/yuxos

English (LSJ)

ον, A given for life, Luc.Lex.10. 2 ἀ. ἀποθανεῖν giving one's own life for another's, D.C.59.8. 3 name for οἱ Μέμνονος ὄρνιθες, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
1 de rescate χρήματα ἀντίψυχα Luc.Lex.10
subst. τὸ ἀ. rescate ἀντίψυχον αὐτῶν λαβὲ τὴν ἐμὴν ψυχήν LXX 4Ma.6.29, cf. Ign.Eph.21.1, τὰ ἀντίψυχα rescate Hsch.s.u. περίψημα.
2 que da la vida por otro D.C.59.8.3.
3 ἀντίψυχοι n. de los pájaros memnones, animal fabuloso, Hsch., v. s.u. Μέμνων.

German (Pape)

[Seite 264] (ψυχή), statt des Lebens, für das Leben gegeben, Luc. Lexiph. 10.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίψῡχος: даваемый для спасения жизни (χρήματα ἀντίψυχα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίψῡχος: -ον, (ψυχὴ) ὁ ἀντὶ τῆς ψυχῆς, δηλ. τῆς ζωῆς, διδόμενος, Λουκ. Λεξιφ. 10· ἀντ. εἶναί τινος Ἰγνάτ. Ἐφεσ. 21, Σμυρν. 10 κ. ἀλλ. 2) ἀντίψυχοί οἱ ἀποθανεῖν ἐθελήσαντες, θελήσαντες ν’ ἀποθάνωσιν ἀντ’ αὐτοῦ, Δίων Κ. 59. 8.

Greek Monolingual

ἀντίψυχος, -ον (Α)
αυτός που δίνεται ως αντάλλαγμα της ζωής.