ἄστομος: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui a la bouche dure]] ; rétif (cheval);<br /><b>2</b> qu’on ne peut aiguiser, sans tranchant (métal).<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[στόμα]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui a la bouche dure]] ; rétif (cheval);<br /><b>2</b> qu'on ne peut aiguiser, sans tranchant (métal).<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[στόμα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:35, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄστομος Medium diacritics: ἄστομος Low diacritics: άστομος Capitals: ΑΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: ástomos Transliteration B: astomos Transliteration C: astomos Beta Code: a)/stomos

English (LSJ)

ον,
A speechless, S.Fr.76, Arr.Epict.2.24.26; ἄστομον πεποιηκέναι = reduce to silence, Arr.Epict.2.24.26; ἀλογίαν ἡμῖν ἐπιτάττεις, ὡς ἀστόμοις οὖσι καὶ ἀπεγλωττισμένοις, Luc. Lex. 15.
2 with no mouth, ἄστομοι καὶ ἄρρινες Str.2.1.9, cf. Plu.2.938c, 940b.
3 with no outlet, λίμνη Str.7.3.15.
II of horses, hard-mouthed, S.El.724, Plu.Art.9.
III of dogs, soft-mouthed, unable to hold with the teeth, X.Cyn.3.3.
IV of meat and drink, unpalatable, Hices. ap. Ath.7.323a, Dsc.1.110, al.: Comp., Sor.1.95.
V of metal, soft, incapable of a fine edge, Plu. Lys.17.

Spanish (DGE)

-ον
A de pers. y anim.
I de boca mala o estrecha
1 de boca mala de caballos que no admite freno πῶλος S.El.724, Κύρῳ γενναῖον ἵππον, ἄστομον δὲ καὶ ὑβριστὴν ἐλαύνοντι Plu.Art.9
cuya boca no sirve para nada de perros para la caza, X.Cyn.3.3, cf. Poll.5.62.
2 de abertura estrecha de la matriz, Hp.Mul.1.1.
II 1carente de boca ἄστομοι καὶ ἄρρινες Str.2.1.9, μήτε ἐσθίοντας μήτε πίνοντας, ἀλλ' ἀστόμους ὄντας Plu.2.938c, cf. 940b.
2 fig. mudo, que está en silencio s. cont., S.Fr.76, ἀλογίαν ἡμῖν ἐπιτάττεις, ὡς ἀστόμοις οὖσι καὶ ἀπεγλωττισμένοις Luc.Lex.15, οὐ βλέπεις ... πῶς αὐτοὺς ἀστόμους πεποίηκε; ¿no ves cómo los ha dejado callados? Arr.Epict.2.24.26.
B de inanim.
I 1que no tiene desembocadura o desagüe λίμνη Str.7.3.15.
2 que no tiene orificio fig. ἄστομος Λυχνία lámpara sin orificio de la Virgen María, Hsch.H.Hom.5.1.15
que no tiene boquilla σάλπιγξ Hsch.H.Hom.16.3.7.
II que no se puede afilar, que no tiene filo de un metal. Plu.Lys.17.
C desagradable a la boca, de mal gusto de alimentos, Hices. en Ath.323a, Dsc.1.110, Sor.73.10.

German (Pape)

[Seite 376] (στόμα), ohne Mund, a) nicht sprechen könnend, Soph. frg. 78; vgl. Luc. Lexiph. 15. – b) mit kleinem, schwachem Maule, Hunde, die damit nicht fassen können, Xen. Cyn. 3, 3. – c) hartmäulig, ungehorsam, ἵππος Aesch. frg. 351; πῶλος Soph. El. 714; Plut. Artax. 9; übertr. von Menschen. – d) für den Mund nnangenehm, nicht mundend, Ath. VII, 323 a. – e) bei Poll. 2, 101 = ungeschärft, ξίφος; keine Härtung zulassend, Plut. Lys. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a la bouche dure ; rétif (cheval);
2 qu'on ne peut aiguiser, sans tranchant (métal).
Étymologie: , στόμα.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄστομος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει στόμα
2. ο άφωνος, ο αμίλητος
αρχ.
1. (για σκύλους) αυτός που έχει μαλακό στόμα, που δεν μπορεί να κρατήσει κάτι με τα δόντια
2. (για άλογα) ο σκληρόστομος, αυτός που δεν δέχεται χαλινάρι
3. (για μέταλλο) το μαλακό, αυτό που δεν μπορεί να τροχιστεί
4. (για λίμνη) χωρίς στόμιο, κλειστή από παντού
5. (για ποτό) άνοστος, ανούσιος.

Greek Monotonic

ἄστομος: -ον (στόμα
I. αυτός που δεν έχει στόμα· λέγεται για τα άλογα, ατίθασος, δύστροπος, σε Σοφ.
II. λέγεται για σκύλους, αυτός που έχει μαλακό στόμα, ανίκανος να κρατήσει κάτι με τα δόντια, που δεν μπορεί να δαγκώσει, σε Ξεν.
III. λέγεται για μέταλλα, μαλακός, αυτός που δεν έχει αιχμηρά άκρα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἄστομος:
1 досл. безустый, перен. не умеющий говорить (ἄ. καὶ ἀπεγλωττισμένος Luc.);
2 со слабой хваткой (κύνες Xen.);
3 строптивый, упрямый (ἵππος Aesch.; πῶλος Soph., Plut.);
4 не поддающийся закалке, хрупкий (νόμισμα σιδεροῦν Plut.).

Middle Liddell

στόμα
I. without mouth: of horses, hardmouthed, restive, Soph.
II. of dogs, soft-mouthed, unable to hold with the teeth, Xen.
III. of metal, soft, incapable of a fine edge, Plut.

English (Woodhouse)

restive

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)