ἄκλαυτος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aklaftos | |Transliteration C=aklaftos | ||
|Beta Code=a)/klautos | |Beta Code=a)/klautos | ||
|Definition=or ἄκλαυστος (the latter form has less Ms. authority), ον: (κλαίω): < | |Definition=or [[ἄκλαυστος]] (the latter form has less Ms. authority), ον: ([[κλαίω]]):<br><span class="bld">I</span> Pass., [[unwept]], esp. [[without funeral lamentation]], Il.22.386, Od.11.54, Sol.21; ὤλετ' ἄκλαυτος, [[ἄϊστος]] A.Eu.565: c. gen., φίλων ἄκλαυτος S.Ant.847: in E.Andr.1235 Thetis says, ἐγὼ γάρ, ἣν ἄκλαυτα χρῆν τίκτειν τέκνα... i.e. children [[not liable to death]].<br><span class="bld">II</span> Act., [[unweeping]], [[tearless]], οὐδέ σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι Od.4.494, cf.A.Th.696, E.Alc.173:—in S.El.912, = [[χαίρων]], [[with impunity]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[ἄκλαυτος]], ἄκλαυτον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἄκλαυστος]] <i>AP</i> 7.247 (Alc.Mess.)<br /><b class="num">1</b> [[no llorado]], [[sin llanto de duelo]] Πάτροκλος <i>Il</i>.22.386, cf. <i>AP</i> 7.247 (Alc.Mess.), σῶμα <i>Od</i>.11.54, [[θάνατος]] Sol.22.5, A.<i>Eu</i>.565, E.<i>Hec</i>.30<br /><b class="num">•</b>c. gen. subjet. φίλων S.<i>Ant</i>.847.<br /><b class="num">2</b> [[no susceptible de ser llorado o lamentado]], [[inmortal]] ἄκλαυτα ... τίκτειν τέκνα habla Tetis, E.<i>Andr</i>.1235.<br /><b class="num">3</b> [[que no sufre]], [[que no llora o vierte lágrimas]] οὐδέ σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι <i>Od</i>.4.494, μηδὲ ... ἔξεστ' ἀκλαύτῳ τῆσδ' ἀποστῆναι στέγης ni a ti te es posible marcharte de esta casa sin que te lamentes</i> S.<i>El</i>.912, ὄμματα A.<i>Th</i>.696, cf. Alcm.1.39, Nonn.<i>D</i>.15.386, <i>Par.Eu.Io</i>.11.35, de Alcestis, E.<i>Alc</i>.173. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0073.png Seite 73]] Hom. viermal, Iliad. 22, 386 κεῖται πὰρ νήεσσι [[νέκυς]] [[ἄκλαυτος]] [[ἄθαπτος]], unbeweint; Od. 11, 54 [[σῶμα]] γὰρ κατελείπομεν [[ἡμεῖς]] ἄκλαυτον καὶ ἄθαπτον; 72 μή μ' ἄκλαυτον ἄθαπτον ἰὼν ὄπιθεν καταλείπειν; – Od. 4. 494 [[οὐδέ]] σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι, ἐπὴν εὗ πάντα πύθηαι, nicht weinend, thränenlos; – Soph. Ant. 847 [[φίλων]] [[ἄκλαυτος]], von Freunden nicht beweint. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0073.png Seite 73]] Hom. viermal, Iliad. 22, 386 κεῖται πὰρ νήεσσι [[νέκυς]] [[ἄκλαυτος]] [[ἄθαπτος]], unbeweint; Od. 11, 54 [[σῶμα]] γὰρ κατελείπομεν [[ἡμεῖς]] ἄκλαυτον καὶ ἄθαπτον; 72 μή μ' ἄκλαυτον ἄθαπτον ἰὼν ὄπιθεν καταλείπειν; – Od. 4. 494 [[οὐδέ]] σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι, ἐπὴν εὗ πάντα πύθηαι, nicht weinend, thränenlos; – Soph. Ant. 847 [[φίλων]] [[ἄκλαυτος]], von Freunden nicht beweint. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><i>mieux que</i> [[ἄκλαυστος]];<br /><b>1</b> non | |btext=ος, ον :<br /><i>mieux que</i> [[ἄκλαυστος]];<br /><b>1</b> [[non pleuré]] : [[ἄκλαυτος]] φίλων SOPH non pleurée par mes amis;<br /><b>2</b> [[qui n'a pas pleuré]] <i>ou</i> [[qui ne pleure pas]] ; <i>particul.</i> [[qui ne pleure pas]] (<i>parce qu'il échappe au [[châtiment]]</i>), s[[ans avoir lieu de s'en repentir]], [[impuni]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κλαίω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ἄκλαυτος''': ἢ ἄκλαυστος, ον, ὁ πρῶτος [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] [[τύπος]], ὃν ἔχει ὁ [[Ὅμηρος]], [[ἴσως]] δὲ καὶ οἱ Τραγικοί: ([[κλαίω]]): Ι. παθ., ὁ μὴ κλαυθείς, ἰδίως [[ἄνευ]] τοῦ ἐπικηδείου θρήνου, Ἰλ. Χ. 386, Ὀδ. Λ. 54, Σόλων 21· ὤλετ’ [[ἄκλαυτος]], ᾆστος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 565· μετὰ γεν. φίλων [[ἄκλαυτος]], Σοφ. Ἀντ. 847. ― Ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 1235 ἡ [[Θέτις]] λέγει, ἐγὼ γὰρ ἢν ἄκλαυτ’ ἐχρῆν τίκτειν τέκνα ..., ὅ ἐ. τέκνα μὴ ὑποκείμενα εἰς θάνατον. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ κλαίων, μὴ δακρύων, οὐδὲ σέ φημι δήν ἄκλαυτον ἔσεσθαι, Ὀδ. Δ. 494, πρβλ. Αἰσχύλ. Θ. 696, Εὐρ. Ἄλκ. 173. ― Ἐν Σοφ. Ἠλ. 912 = χαίρων, ἀφόβως, νηποινεί. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄκλαυτος:''' ή ἄ-κλαυστος, -ον, [[άκλαυτος]], [[αθρήνητος]], σε Όμηρ.· ([[κλαίω]])·<br /><b class="num">I.</b> Παθ., αυτός που δεν θρηνολογήθηκε, [[φίλων]], από φίλους, σε Σοφ.· <i>ἄκλαυτα [[τέκνα]]</i>, δηλ. [[παιδιά]] που δεν υπόκεινται σε θάνατο, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν κλαίει, ο [[χωρίς]] δάκρυα, [[αδάκρυτος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> σε Σοφ. = <i>χαίρων</i>, με [[ατιμωρησία]], άφοβα. | |lsmtext='''ἄκλαυτος:''' ή ἄ-κλαυστος, -ον, [[άκλαυτος]], [[αθρήνητος]], σε Όμηρ.· ([[κλαίω]])·<br /><b class="num">I.</b> Παθ., αυτός που δεν θρηνολογήθηκε, [[φίλων]], από φίλους, σε Σοφ.· <i>ἄκλαυτα [[τέκνα]]</i>, δηλ. [[παιδιά]] που δεν υπόκεινται σε θάνατο, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν κλαίει, ο [[χωρίς]] δάκρυα, [[αδάκρυτος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> σε Σοφ. = <i>χαίρων</i>, με [[ατιμωρησία]], άφοβα. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=(see also: [[ἄκλαυστος]]) [[with impunity]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:50, 11 December 2022
English (LSJ)
or ἄκλαυστος (the latter form has less Ms. authority), ον: (κλαίω):
I Pass., unwept, esp. without funeral lamentation, Il.22.386, Od.11.54, Sol.21; ὤλετ' ἄκλαυτος, ἄϊστος A.Eu.565: c. gen., φίλων ἄκλαυτος S.Ant.847: in E.Andr.1235 Thetis says, ἐγὼ γάρ, ἣν ἄκλαυτα χρῆν τίκτειν τέκνα... i.e. children not liable to death.
II Act., unweeping, tearless, οὐδέ σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι Od.4.494, cf.A.Th.696, E.Alc.173:—in S.El.912, = χαίρων, with impunity.
Spanish (DGE)
ἄκλαυτος, ἄκλαυτον
• Alolema(s): ἄκλαυστος AP 7.247 (Alc.Mess.)
1 no llorado, sin llanto de duelo Πάτροκλος Il.22.386, cf. AP 7.247 (Alc.Mess.), σῶμα Od.11.54, θάνατος Sol.22.5, A.Eu.565, E.Hec.30
•c. gen. subjet. φίλων S.Ant.847.
2 no susceptible de ser llorado o lamentado, inmortal ἄκλαυτα ... τίκτειν τέκνα habla Tetis, E.Andr.1235.
3 que no sufre, que no llora o vierte lágrimas οὐδέ σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι Od.4.494, μηδὲ ... ἔξεστ' ἀκλαύτῳ τῆσδ' ἀποστῆναι στέγης ni a ti te es posible marcharte de esta casa sin que te lamentes S.El.912, ὄμματα A.Th.696, cf. Alcm.1.39, Nonn.D.15.386, Par.Eu.Io.11.35, de Alcestis, E.Alc.173.
German (Pape)
[Seite 73] Hom. viermal, Iliad. 22, 386 κεῖται πὰρ νήεσσι νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος, unbeweint; Od. 11, 54 σῶμα γὰρ κατελείπομεν ἡμεῖς ἄκλαυτον καὶ ἄθαπτον; 72 μή μ' ἄκλαυτον ἄθαπτον ἰὼν ὄπιθεν καταλείπειν; – Od. 4. 494 οὐδέ σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι, ἐπὴν εὗ πάντα πύθηαι, nicht weinend, thränenlos; – Soph. Ant. 847 φίλων ἄκλαυτος, von Freunden nicht beweint.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mieux que ἄκλαυστος;
1 non pleuré : ἄκλαυτος φίλων SOPH non pleurée par mes amis;
2 qui n'a pas pleuré ou qui ne pleure pas ; particul. qui ne pleure pas (parce qu'il échappe au châtiment), sans avoir lieu de s'en repentir, impuni.
Étymologie: ἀ, κλαίω.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκλαυτος: ἢ ἄκλαυστος, ον, ὁ πρῶτος εἶναι ὁ μόνος τύπος, ὃν ἔχει ὁ Ὅμηρος, ἴσως δὲ καὶ οἱ Τραγικοί: (κλαίω): Ι. παθ., ὁ μὴ κλαυθείς, ἰδίως ἄνευ τοῦ ἐπικηδείου θρήνου, Ἰλ. Χ. 386, Ὀδ. Λ. 54, Σόλων 21· ὤλετ’ ἄκλαυτος, ᾆστος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 565· μετὰ γεν. φίλων ἄκλαυτος, Σοφ. Ἀντ. 847. ― Ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 1235 ἡ Θέτις λέγει, ἐγὼ γὰρ ἢν ἄκλαυτ’ ἐχρῆν τίκτειν τέκνα ..., ὅ ἐ. τέκνα μὴ ὑποκείμενα εἰς θάνατον. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ κλαίων, μὴ δακρύων, οὐδὲ σέ φημι δήν ἄκλαυτον ἔσεσθαι, Ὀδ. Δ. 494, πρβλ. Αἰσχύλ. Θ. 696, Εὐρ. Ἄλκ. 173. ― Ἐν Σοφ. Ἠλ. 912 = χαίρων, ἀφόβως, νηποινεί.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκλαυτος, -ον) και άκλαυστος
1. αυτός τον οποίο δεν έχουν κλάψει, ο αθρήνητος
«τον έθαψαν άκλαυτο»
«νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος Πάτροκλος» Όμ.
2. εκείνος που δεν κλαίει ή δεν θρηνεί
«άκλαυτο παιδί»
αρχ.
«οὐδὲ σὲ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι» Όμ.
νεοελλ.
αυτός που δεν προκαλεί συγκίνηση, δεν φέρνει κλάματα
«ούτε γάμος άκλαυτος, ούτε νεκρός αγέλαστος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητικό + ἔκλαυσα < κλαίω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκλαυτεὶ (-τὶ) και ἀκλαυστεὶ (-τί].
Greek Monotonic
ἄκλαυτος: ή ἄ-κλαυστος, -ον, άκλαυτος, αθρήνητος, σε Όμηρ.· (κλαίω)·
I. Παθ., αυτός που δεν θρηνολογήθηκε, φίλων, από φίλους, σε Σοφ.· ἄκλαυτα τέκνα, δηλ. παιδιά που δεν υπόκεινται σε θάνατο, σε Ευρ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν κλαίει, ο χωρίς δάκρυα, αδάκρυτος, σε Ομήρ. Οδ.
2. σε Σοφ. = χαίρων, με ατιμωρησία, άφοβα.
English (Woodhouse)
(see also: ἄκλαυστος) with impunity