ἧπαρ: Difference between revisions
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=[[ἥπατος]] (τό) :<br />foie ; <i>considéré comme le siège de la vie</i> : οὐτᾶν τινα | |btext=[[ἥπατος]] (τό) :<br />foie ; <i>considéré comme le siège de la vie</i> : οὐτᾶν τινα καθ' [[ἧπαρ]] IL, παίειν ὑφ' [[ἧπαρ]] SOPH blesser qqn au foie, frapper au foie, dans la région du foie ; <i>considéré comme le siège des passions (crainte, colère, amour, etc.)</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> [[jecur]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:04, 12 December 2022
English (LSJ)
ᾰτος, τό, (v. sub fin.) A liver, Od.9.301, Gal.2.575, etc.; of various animals, as a favourite dish, κάπρου Ar.Fr.318.5; καπρίσκου Crobyl.7; (ἐρίφον) Euphro 1.23; εἰ μὴ σὺ χηνὸς ἧπαρ ἔχεις Eub.101, cf. Ath.3.106fsq., Poll.6.49; φασγάνῳ οὖτα καθ' ἧπαρ Il.20.469; παῖσαι ὑφ' ἧπαρ or παῖσαι πρὸς ἧπαρ, S.Ant.1315, E.Or.1063; ὑφ' ἧπαρ πεπληγμένη S.Tr.931; ὑφ' ἥπατος φέρειν, of pregnant women, E.Supp.919 (lyr.): as the seat of the passions, anger, fear, etc., A.Ag.432 (lyr.), 792 (anap.), Eu.135, E.Supp.599 (lyr.); χολὴν οὐκ ἔχεις ἐφ' ἥπατι Archil.131; χωρεῖ πρὸς ἧπαρ . . δύη S.Aj.938; τήκειν ἧπαρ ἐπιστάμενον = who know how to waste away your heart Call.Aet.Oxy. 2079.8, cf. Fr.222; of love, χαλεπὸς γὰρ ἔσω θεὸς ἧπαρ ἄμυσσεν Theoc. 13.71; τὸ μὲν θυμοειδὲς περὶ τὰν καρδίαν, τὸ δ' ἐπιθυματικὸν περὶ τὸ ἧπαρ Ti.Locr.100a, cf. Plu.2.45of. II fruitful land, Agroetas ap. Sch.A.R.2.1248. III = ἥπατος, Plin.HN32.149. (I.-E. yēqu̯ṛt, cf. Lat. jecur, Skt. yákṛt.)
German (Pape)
[Seite 1173] ατος, τό, die Leber; ἧπαρ ἔδειρον δέρτρον ἔσω δύνοντες Od. 11, 577; φασγάνῳ οὖτα καθ' ἡπαρ Il. 20, 469; πρὸς στῆθος, ὅθι φρένες ἦπαρ ἔχουσιν Od. 9, 301; ἧπαρ ὑπὸ πραπίδων Il. 11, 578; öfter Tragg. u. in Prosa; ἔφερον ὑφ' ἥπατος, von der schwangeren Frau, Eur. Suppl. 919; vgl. Bion. 4, 85. – Oft als Sitz der Empfindungen und Leidenschaften, bes. des Zorns u. der Liebe, Tim. Locr. 100 a τῶ ἀλόγω μέρεος τὸ ἐπιθυματικὸν περὶ τὸ ἧπαρ, wo wir Nieren oder Herz sagen; so Aesch. ἄλγησον ἧπαρ ἐνδίκοις ὀνείδεσιν, Eum. 130; δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ προσικνεῖται Ag. 766; Ch. 270; χωρεῖ πρὸς ἧπαρ γενναία δύη Soph. Ai. 918; ὥς μ οι ὑφ' ἥπατι δεῖμα χλοερὸν ταράσσει Eur. Suppl. 599; von der Liebe, ἧπαρ ἄμυσσεν Theocr. 13, 71, vgl. 11, 16. – Nach Plin. H. N. 32, 11, 53 auch = ἥπατος.
French (Bailly abrégé)
ἥπατος (τό) :
foie ; considéré comme le siège de la vie : οὐτᾶν τινα καθ' ἧπαρ IL, παίειν ὑφ' ἧπαρ SOPH blesser qqn au foie, frapper au foie, dans la région du foie ; considéré comme le siège des passions (crainte, colère, amour, etc.).
Étymologie: cf. lat. jecur.
Russian (Dvoretsky)
ἧπαρ: ἥπᾰτος τό печень (у древних она считалась важнейшим жизненным органом и седалищем страстей и чувств, а потому, в переносном значении, соответствует современному понятию сердце): φασγάνῳ οὖτα καθ᾽ ἧ. ἐκ δέ οἱ ἧ. ὄλισθεν Hom. (Ахилл) мечом поразил (Троя) в печень, и печень у него вывалилась; παίειν ὑφ᾽ ἧ. Soph. и πρὸς ἧ. Eur. ранить в печень; ὑφ᾽ ἥπατος φέρειν Eur. носить над печенью, т. е. в чреве, «под сердцем» (= быть беременной); πρὸς ἧ. χωρεῖν Soph. терзать сердце.
Greek (Liddell-Scott)
ἧπαρ: ᾰτος, τό, (ἴδε ἐν τέλ.), τὸ συκῶτι, Ὅμ. κλπ.˙ τὸ ἧπαρ πολλῶν ζῴων ἦτο ἐν Ἀθήναις ἐκ τῶν ἀγαπητῶν ἐδεσμάτων, κάπρου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302, κτλ.˙ καπρίσκου Κρωβυλ. Ψευδ. 2˙ ἐρίφου Εὔφρ. Ἀδ. 1. 23˙ χηνὸς Εὔβουλ. Στεφ. 5˙ πρβλ. Ἀθήν. 106F κἑξ., ἥπατα σεσυκασμένα, ἥπατα συῶν σεσυκοτραγηκότων, Πολυδ. Ϛ΄, 49, καὶ ἴδε ἡπάτιον˙ - ἐθεωρεῖτο δὲ ὡς καίριον μέρος, οὐτᾶν τινα καθ’ ἧπαρ Ἰλ. Υ. 469˙ παίειν ὑφ’ ἧπαρ ἢ πρὸς ἧπαρ Σοφ. Ἀντ. 1315, Εὐρ. Ὀρ. 1063˙ ὑφ’ ἧπαρ πεπληγμένη Σοφ. Τρ. 932˙ - ὑφ’ ἥπατος φέρειν, ἐπὶ ἐγκύου γυναικὸς (ὡς οἱ Γερμανοὶ λέγουσιν unter dem Herzen tragen), Εὐρ. Ἱκέτ. 919˙ - συχνάκις παρὰ Τραγ. ὡς ἕδρα τῶν παθῶν, θυμοῦ, φόβου, κλπ.˙ ἑπομένως ἀντιστοιχοῦν πρὸς τὸ ἡμέτερον «καρδία», Αἰσχύλ. Ἀγ. 432, 792, Εὐμ. 135, Εὐρ. Ἱκέτ. 599, πρβλ. Ἀρχίλ. 118˙ χωρεῖ πρὸς ἧπαρ... δύη Σοφ. Αἴ. 937˙ ἐπὶ ἔρωτος, χαλεπὰ γὰρ ἔσω θεὸς ἧπαρ ἄμυσσεν Θεόκρ. 13. 71˙ τὸ μὲν θυμοειδὲς περὶ τὰν καρδίαν, τὸ δ’ ἐπιθυματικὸν περὶ τὸ ἧπαρ Τίμ. Λοκρ. 100Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 450F. ΙΙ. ὡς τὸ οὖθαρ, εὔφορος χώρα, Ἀγροίτας παρὰ τῷ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Β. 1248˙ ὅρα τὸν μῦθον ἐν Διοδ. 1. 19. ΙΙΙ. = ἥπατος, Πλίν. Η. Ν. 32. 53. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ Σανσκρ. yakrit, Λατ. jecur˙ πρβλ. πέντε quinque, ἵππος equus· Λιθ. akn-is δύναται νὰ παραβληθῇ πρὸς τὸ jecin-oris).
English (Autenrieth)
ατος: liver.
Greek Monolingual
το (AM ἧπαρ)
το συκώτι, μικτός αδένας με έσω και έξω έκκριση, ο οποίος βρίσκεται κάτω από το περιτόναιο, καταλαμβάνει το πρόσθιο τμήμα της σπλαχνικής κοιλότητας και επιτελεί πολλαπλές μεταβολικές λειτουργίες
νεοελλ.
1. φρ. «ήπαρ θείου, αντιμονίου κ.λπ.» — παλαιά ονομασία διαφόρων οξυθειούχων αλάτων
2. φρ. «μού κόπηκαν τα ήπατα» — ένιωσα έντονο φόβο, τρόμο, ταραχή
αρχ.
1. το συκώτι ως έδεσμα, ως μεζές («ἧπαρ κάπρου», Αριστοφ.)
2. το συκώτι ως έδρα του θυμού, τών παθών, του πόνου («πολλὰ γοῦν θιγγάνει πρὸς ἧπαρ», Αισχύλ.)
3. ονομασία ψαριού, ήπατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < hekwr, (το π του ήπαρ από το ΙΕ, χειλοϋπερωικό kw- πρβλ. sekw- > έκ-ομαι) < ΙE yēkwr (-t) «ήπαρ» με τροπή του y σε h και σίγηση του ληκτικού κλειστού -t. Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. yakrt, yaknah, λατ. iecur, αβεστ. yākarә. Ως α' συνθετικό η λ. απαντά με τη μορφή ηπατ(ο)- (πρβλ. ηπατοσκόπος, ηπατοειδής). Στη ΝΕ η λ. ήπαρ χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν στο ιατρικό λεξιλόγιο, ενώ ευρύτερα χρησιμοποιείται η λ. συκώτι για τη δήλωση τόσο του αντίστοιχου μέρους του σώματος όσο και του φαγητού. Σημειωτέον ότι το συκώτι προέρχεται από το συκωτόν (< σύκο) ήπαρ, που δήλωνε το συκώτι τών ζώων που είχαν τραφεί με ξηρά σύκα. Αξίζει να σημειωθεί ότι με τον ίδιο τρόπο δημιουργήθηκαν λ. με σημασία «συκώτι» σε άλλες γλώσσες, όπως λ.χ. στη λατ. ficatum (< ficus), ιταλ. fegato, γαλλ. foie.
ΠΑΡ. ηπατικός, ηπατίτης, ηπατίτιδα (-ίτις)
αρχ.
ηπατιαίος, ηπατίας, ηπατίζω, ηπάτιον
μσν.
ηπατηρός, ηπατώδης
νεοελλ.
ηπάτωση.
ΣΥΝΘ. αρχ. ηπατοειδής, ηπατοσκόπος, ηπατουργός
μσν.- νεοελλ.
ηπατοφάγος
νεοελλ.
ηπαραδένη, ηπατέλαιον, ηπαταλγία, ηπαταπόστημα, ηπαταργία, ηπατογαστρικός, ηπατοδωδεκαδακτυλικός, ηπατοκήλη, ηπατοκολικός, ηπατοκυστικός, ηπατολογία, ηπατονεφρικός, ηπατοπάθεια, ηπατοπηξία, ηπατοπτωσία, ηπατοπυρίτης, ηπατορραγία, ηπατορραφία, ηπατοσάκχαρον, ηπατοτομία, ηπατοτοξαιμία].
Greek Monotonic
ἧπαρ: -ᾰτος, τό, το συκώτι, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὑφ' ἥπατος φέρειν, λέγεται για τις εγκυμονούσες γυναίκες, σε Ευρ.· στους Τραγ. αναφέρεται σαν η έδρα των συναισθημάτων, των παθών, του θυμού, του φόβου κ.λπ., επομένως αντιστοιχεί προς την έννοια «καρδιά».
Middle Liddell
the liver, Hom., etc.:— ὑφ' ἥπατος φέρειν, of pregnant women, Eur.:—in Trag. as the seat of the passions, anger, fear, etc., answering therefore to our "heart."