ζωμήρυσις: Difference between revisions
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />cuiller à potage.<br />'''Étymologie:''' [[ζωμός]], [[ἀρύω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />[[cuiller à potage]].<br />'''Étymologie:''' [[ζωμός]], [[ἀρύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:25, 8 January 2023
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀρύω A) soup-ladle, Antiph.249, Philem.Jun.1.6, Anaxipp.6.1, IG22.1416 (iv B.C.), Ath.3.126d, AP6.101 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1143] ἡ, Schaumlöffel, τἉν λίπους ἀφρολόγον Philp. 13 (VI, 101); vgl. Ath. VII, 291 c.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
cuiller à potage.
Étymologie: ζωμός, ἀρύω.
Russian (Dvoretsky)
ζωμήρῠσις: εως ἡ суповая ложка, ковшик Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ζωμήρῠσις: -εως, ἡ, (ἀρύω) «κουτάλα ζωμοῦ, «ἡ τοῦ λίπους ἀφρηλόγος» Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 32, Φιλήμ. Νεώτ. Ἀποσπ. 1, Ἀνάξιππ. Κιθαρ. 1. Ἀθήν. 126D, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 161. 3, Ἀνθ. Π. 6. 101.
Greek Monolingual
ζωμήρυσις, ἡ (Α)
μεγάλο κουτάλι που χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική για τη συγκέντρωση και απόρριψη τών αφρών που εμφανίζονταν κατά τον βρασμό, ιδίως του κρέατος, δηλ. για το ξάφρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + άρυσις < αρύω«αντλώ υγρό» με έκταση του α' φωνήεντος του β' συνθετικού].
Greek Monotonic
ζωμήρῠσις: -εως, ἡ (ζωμός, ἀρύω), κουτάλα της σούπας, σε Ανθ.