μονοτράπεζος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu'on laisse seul à table.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[τράπεζα]].
|btext=ος, ον :<br />[[qu'on laisse seul à table]].<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[τράπεζα]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:00, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοτράπεζος Medium diacritics: μονοτράπεζος Low diacritics: μονοτράπεζος Capitals: ΜΟΝΟΤΡΑΠΕΖΟΣ
Transliteration A: monotrápezos Transliteration B: monotrapezos Transliteration C: monotrapezos Beta Code: monotra/pezos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, at a solitary or separate table, ξένια E.IT949.

German (Pape)

[Seite 205] allein zueinem Tische gehörig, ξένια, Eur. I. T. 949.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on laisse seul à table.
Étymologie: μόνος, τράπεζα.

Russian (Dvoretsky)

μονοτράπεζος: (ᾰ) сажаемый за (или подаваемый на) отдельный стол: ξένια μονοτράπεζά τινι παρέχειν Eur. сажать какого-л. гостя за отдельный стол.

Greek (Liddell-Scott)

μονοτράπεζος: -ον, ὁ ἐν μιᾷ ἢ ἐν χωριστῇ τραπέζῃ, ξένια Εὐρ. Ι. Τ. 949.

Greek Monolingual

μονοτράπεζος, -ον (Α)
αυτός που παρέχεται σε ξεχωριστό από τα άλλα τραπέζιξένια μονοτράπεζά μοι παρέσχον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο-τράπεζος].

Greek Monotonic

μονοτράπεζος: -ον (τράπεζα), αυτός που κάθεται σε ξεχωριστό τραπέζι, σε Ευρ.

Middle Liddell

μονο-τράπεζος, ον τράπεζα
at a solitary table, Eur.