συμμαθητής: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />condisciple.<br />'''Étymologie:''' [[συμμανθάνω]].
|btext=ής, ές :<br />[[condisciple]].<br />'''Étymologie:''' [[συμμανθάνω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:55, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμᾰθητής Medium diacritics: συμμαθητής Low diacritics: συμμαθητής Capitals: ΣΥΜΜΑΘΗΤΗΣ
Transliteration A: symmathētḗs Transliteration B: symmathētēs Transliteration C: symmathitis Beta Code: summaqhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, fellow-disciple, schoolfellow, school-fellow, fellow-student, schoolmate, Pl.Euthd.272c, Gal. 12.835, Ps.-Callisth.1.13; ἐγένονθ' ἑαυτῶν συμμαθηταὶ τῆς τέχνης fellow-pupils in the art, Anaxipp.1.2.

German (Pape)

[Seite 980] ὁ, Mitschüler, τινί, Plat. Euthyd. 272 c.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
condisciple.
Étymologie: συμμανθάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μαθητής -οῦ, ὁ medeleerling, medediscipel.

Russian (Dvoretsky)

συμμαθητής: οῦ ὁ соученик Plat.

English (Strong)

from a compound of σύν and μανθάνω; a co-learner (of Christianity): fellow disciple.

English (Thayer)

(T WH συνμαθητης (cf. ἀπό, II. at the end)), συμμαθητου, ὁ, a fellow-disciple: Plato, Euthyd., p. 272c.; Aesop fab. 48). (Phrynichus says that σύν is not prefixed to πολίτης, δημότης, φυλέτης, and the like, but only to those nouns which denote an association which is πρόσκαιρος i. e. temporary, as συενφηβος, συνθιασώτης, συμπότης. The Latin also observes the same distinction and says commilito meus, but not concivis, but civis meus; see Phryn. ed. Lob., p. 471; (cf. p. 172; Winer's 25).)

Greek Monolingual

ο, θηλ. συμμαθήτρια, ΝΑ
φοιτώ σε σχολείο μαζί με άλλον ή με άλλους
αρχ.
1. αυτός που μαθητεύει μαζί με άλλον στον ίδιο δάσκαλο, που μαθαίνει μια τέχνη στον ίδιο δάσκαλο μαζί με άλλον ή με άλλους
2. χαρακτηρισμός τών αποστόλων ως μαθητών του ίδιου δασκάλου, του Ιησού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μαθητής (< μανθάνω)].

Greek Monotonic

συμμᾰθητής: -οῦ, ὁ, αυτός που μαθαίνει ή διδάσκεται από κοινού με άλλον ή άλλους, συμμαθητής, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συμμᾰθητής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ἐκεῖσε ἄλλους συμμαθητάς μοι φοιτᾶν Πλάτ. Εὐθύδ. 272C· ἐγένονθ’ ἑαυτῶν συμμαθηταὶ τῆς τέχνης, μανθάνοντες ἢ διδασκόμενοι ὁμοῦ τὴν τέχνην, Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 2.

Middle Liddell

συμ-μᾰθητής, οῦ, ὁ,
a fellow-disciple, Plat.

Chinese

原文音譯:summaqht»j 沁-馬帖帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-學(習者)
字義溯源:同學,同作門徒;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(μανθάνω)*=學)組成
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 同作門徒的(1) 約11:16