χαίτωμα: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />crinière d'un casque.<br />'''Étymologie:''' [[χαίτη]]. | |btext=ατος (τό) :<br />[[crinière d'un casque]].<br />'''Étymologie:''' [[χαίτη]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 15:10, 8 January 2023
English (LSJ)
ατος, τό, plume, κράνους A.Th.385.
German (Pape)
[Seite 1326] τό, wie von χαιτόω, = χαίτη, τρεῖς κατασκίους λόφους σείει, κράνους χαίτωμα Aesch. Spt. 385.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
crinière d'un casque.
Étymologie: χαίτη.
Russian (Dvoretsky)
χαίτωμα: ατος τό султан (κράνους χ. Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
χαίτωμα: τὸ (ὡσεὶ ἐκ ῥήματος χαιτόω), λόφος, κράνους χαίτωμα Αἰσχύλ. Θήβ. 385.
Greek Monolingual
τὸ, Α
χαίτη, λοφίο περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαίτη + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πλευρά: πλεύρωμα)].
Greek Monotonic
χαίτωμα: -ατος, τό (όπως αν προερχόταν από το χαιτόω), λοφίο, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
χαίτωμα, ατος, τό, [as if from χαιτόω]
a plume, Aesch.