ἀκρασία: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ας (ἡ) :<br />intempérie.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρατος]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[εὐκρασία]].<br /><span class="bld">2</span>ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[ἀκράτεια]]. | |btext=<span class="bld">1</span>ας (ἡ) :<br />[[intempérie]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρατος]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[εὐκρασία]].<br /><span class="bld">2</span>ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[ἀκράτεια]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:20, 8 January 2023
English (LSJ)
(A), Ion. ἀκρησίη, ἡ, (ἄκρατος) A bad mixture, ill temperature, opp. εὐκρασία, ἀ. ἀέρος = an unwholesome climate, Thphr.CP3.2.5; διὰ τὴν ἀκρησίην, of meats, Hp.VM7; χυμῶν ἀκρησίαι ib.18.
ἀκρᾰσία (B), Ion. ἀκρασίη, A = ἀκράτεια, Archil.Supp.2.10, Democr. 234, D.2.18, X.Mem.4.5.6, Isoc.15.221 (pl.), Arist.EN1145a16, Men. 544, Ev.Matt.23.25, etc.; βρώσιος Dialex.1.3.
Spanish (DGE)
(ἀκρᾰσία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀκρασίη Hippon.194.12
I debilidad, impotencia, agotamiento κύων ... κείμενος ἀκρασίῃ Hippon.l.c., cf. Hp.Coac.166.
II 1sent. social indisciplina, intemperancia πόλεως Arist.Pol.1310a19, del ejército, Plb.1.66.6.
2 sent. individual falta de dominio, desenfreno, incontinencia op. σωφροσύνη Democr.B 234, X.Mem.4.5.7, D.26.25, Pl.Grg.525a, ἀ. παρακολουθεῖ τῇ ἀφροσύνῃ Arist.VV 1251a2, cf. Men.Fr.631.3, Eu.Matt.23.25, Asoka Edict.9, c. gen. ἀ. βρώσιος Dialex.1, βίου D.2.18, ἡδονῶν Pl.Lg.886a, λόγου Thphr.Char.7.1, γλώττης Plu.2.10f, c. prep. πρὸς τὸ λαλεῖν Plu.Lyc.19, πρὸς τὰς ὠφελείας Plb.4.6.10
•libertinaje, vicio Plb.15.25.25, διδάσκαλοι ἀκρασίας Ph.1.685.
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ησίη Hp.VM 7
mezcla mal templada, insana c. gen. χυμῶν ἀ. Hp.VM 18, cf. Hp.VM 7, D.C.77.11.7.
French (Bailly abrégé)
1ας (ἡ) :
intempérie.
Étymologie: ἄκρατος.
Ant. εὐκρασία.
2ας (ἡ) :
c. ἀκράτεια.
German (Pape)
1 [ρᾱ], ἡ, (-τος), schlechte Mischung, ἀέρος, verdorbene Luft, Theophr.; D.Cass.
2 ἡ (ἀκρατής), = ἀκράτεια, Unenthaltsamkeit, Ausschweifung, von Xen. an, Mem. 4.5.6 ff.; der σωφροσύνη entgegengesetzt wie der ἐγκράτεια; Conv. 8.27; ἀκρασίαν παρέχεσθαι, sich ausschweifend zeigen, Isocr. 15.222; ἀκρ. βίου Dem. 2.18; neben πλεονεξία 26.25; seit Arist., z.B. Eth. N. 7.4, Eth.Magn. 2.6, herrschende Form; Plut., ἡ πρὸς τὸ λαλεῖν ἀκρ. Lyc. 19, und sonst.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρᾰσία: ἡ Xen., Plat., Arst. etc. = ἀκράτεια.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρᾱσία: ἡ, (ἄκρᾱτος), κακὴ μῖξις, κακὴ σύγκρασις θερμοκρασίας, ἀντίθ. τῷ εὐκρασία, ἀκρ. ἀέρος, μὴ ὑγιεινὴ κατάστασις τοῦ ἀέρος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 2, 5· διὰ τὴν ἀκρησίην, τῶν τροφῶν (ἂν μὴ ἀναγνωστέον ἀκρᾰσίην, = ἀκράτειαν), Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10.
English (Strong)
from ἀκρατής; want of self-restraint: excess, incontinency.
English (Thayer)
(ας, ἡ (ἀκρατής), want of self-control, incontinence, intemperance: ἀδικία); Lob. ad Phryn., p. 524f. (Aristotle on.))
Greek Monolingual
(I)
η (Α ἀκρασία) ἄκρατος
κακή, ανθυγιεινή μίξη και κυρίως κακή σύσταση τών χυμών του σώματος, δυσκρασία
αρχ.
η μη υγιεινή σύσταση του αέρα, νοσηρό, ανθυγιεινό κλίμα.
(II)
ἀκρασία, η (Α)
η ακράτεια.
(III)
ἀκρασία, η (Μ)
έλλειψη κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + ουσ. κρασί, με επίδραση της λ. ἀφαγία.
Greek Monotonic
ἀκρᾱσία: ἡ (ἄκρᾱτος), κακή μείξη, κακή θερμοκρασία, σε Θεόφρ.
Middle Liddell
ἄκρατος
bad mixture, ill temperature, Theophr.
Chinese
原文音譯:¢kras⋯a 阿-克拉西阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:不-握住(著)
字義溯源:無自制能力,縱容自己,放蕩,情不自禁;源自(ἀκρατής)=無能力);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(κράτος)*=權力)組成
出現次數:總共(2);太(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 情不自禁(1) 林前7:5;
2) 放蕩(1) 太23:25