ἐγγώνιος: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui forme un angle droit.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[γωνία]].
|btext=ος, ον :<br />][[qui forme un angle droit]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[γωνία]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 16:24, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγγώνιος Medium diacritics: ἐγγώνιος Low diacritics: εγγώνιος Capitals: ΕΓΓΩΝΙΟΣ
Transliteration A: engṓnios Transliteration B: engōnios Transliteration C: eggonios Beta Code: e)ggw/nios

English (LSJ)

ον, (γωνία) A forming an angle, esp. right angle, σχῆμα Hp.Art.22; λίθοι ἐντομῇ ἐγγώνιοι cut square, Th.1.93; πύργοι J.BJ 7.8.3. Adv. -ίως Paul.Aeg.6.115. II cut into angles, of ivyleaves, Thphr.HP3.15.4 (Comp.).

Spanish (DGE)

-ον
1 que forma un ángulo recto σχῆμα Hp.Art.22, Steph.in Hp.Progn.90.33, λίθοι ... ἐντομῇ ἐγγώνιοι piedras cortadas a escuadra Th.1.93, cf. Procop.Goth.1.14.9, τόπος ID 1417C.72 (II a.C.)
gener. que forma ángulo, anguloso de las hojas de la hiedra, Thphr.HP 1.10.1, πύργοι ... ἐγγώνιοι torres que están en los ángulos e.d. en las esquinas I.BI 7.289.
2 adv. -ίως en ángulo recto ἐπὶ πῆχυν ἐ. ἐσχηματισμένον Gal.18(1).815, cf. Paul.Aeg.6.115.2.

German (Pape)

[Seite 702] einen Winkel bildend; λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι, winkelrecht zugehauen, Thuc. 1, 93; Hippocr. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
]qui forme un angle droit.
Étymologie: ἐν, γωνία.

Russian (Dvoretsky)

ἐγγώνιος: образующий (прямой) угол, прямоугольный (λίθοι Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγγώνιος: ον (γῶνος) σχηματίζων γωνίαν, κυρίως ὀρθὴν γωνίαν, σχῆμα Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795· λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι, κεκομμένοι τετράγωνοι, Θουκ. 1. 93. ΙΙ. τετμημένος εἰς γωνίας, γωνιώδης, περὶ τῶν φύλλων τοῦ κισσοῦ, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 15, 4.

Greek Monolingual

ἐγγώνιος, -ον (Α)
αυτός που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή.

Greek Monotonic

ἐγγώνιος: -ον (γωνία), αυτός που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή γωνία, λίθοιἐν τομῇ ἐγγώνιοι, κομμένοι τετράγωνοι, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἐγ-γώνιος, ον γωνία
forming an angle, esp. a right angle, λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι cut square, Thuc.