ἑξάπεδος: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />long de six pieds.<br />'''Étymologie:''' [[ἕξ]], [[πούς]]. | |btext=ος, ον :<br />][[long de six pieds]].<br />'''Étymologie:''' [[ἕξ]], [[πούς]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 16:32, 8 January 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ον, six feet long, Hdt.2.149, IG14.352.1.62 (Halaesa).
Spanish (DGE)
-ον
de seis pies de largo ἡ ὀργυίη Hdt.2.149, πόθοδος ἑ. ποτὶ τὸ Ἀδρανιεῖον IGDS 196.1.62 (Halesa II a.C.), ἑ. πλευρά Theol.Ar.35.
German (Pape)
[Seite 870] sechsfüßig, Her. 2, 149.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
]long de six pieds.
Étymologie: ἕξ, πούς.
Russian (Dvoretsky)
ἑξάπεδος: размером в шесть подов (греч. футов) (ок. 1.85 м) Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξάπεδος: -ον, ἔχων μῆκος ἓξ ποδῶν, Ἡρόδ. 2. 149, Συλλ. Ἐπιγρ. 5594. 1. 62, πρβλ. ἑξάπους ΙΙ.
Greek Monolingual
ἑξάπεδος, -ον και ἑξάπεζος, -ον (Α)
αυτός που ἔχει μήκος έξι ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + πέζα (δωρικός τ.) «πόδι, πους»].
Greek Monotonic
ἑξάπεδος: -ον (πούς), αυτός που έχει μήκος έξι πόδες, σε Ηρόδ.