ἔνθρυπτος: Difference between revisions
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />émietté et plongé dans un liquide.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[θρύπτω]]. | |btext=ος, ον :<br />][[émietté et plongé dans un liquide]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[θρύπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:35, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, A crumbled and put into liquid: τὰ ἔ. sops or perhaps a kind of cake, D.18.260, cf. SIG1016.4 (Iasos), Poll.6.77, Hsch. s.v. ἀττανίδες, AB250. II Ἔνθρυπτος, title of Apollo at Athens, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
1 gastron., gener. neutr. plu. subst. τὰ ἔνθρυπτα pasteles o bizcochos borrachos, empapados en vino μισθὸν λαμβάνων τούτων ἔνθρυπτα D.18.260, cf. Aristid.Or.3.665, Poll.6.77, en cont. relig. o ritual, ofrecidos a Zeus IIasos 220.4 (IV a.C.), en rituales de Démeter, Phot.ε 948
•ofrecidos en las bodas a los recién casados, Hsch.s.u. λεκανίδες
•tb. masc. ἔνθρυπτοι Hsch.s.u. ἀτταλίδες
•tal vez ciertas gachas ἔνθρυπτα· ψωμοὶ οἴνῳ βεβρεγμένοι, οἷς ἐπιχεῖται καὶ φακῆ ἁπλῶς AB 250, cf. ἐναυλήματα.
2 al que se ofrendan pasteles epít. de Apolo en Atenas, Harp. y Hsch.s.u. ἔνθρυπτα, Phot.ε 947.
German (Pape)
[Seite 843] eingebrockt; τὸ ἔνθρυπτον, ein Backwerk, womit ἐνθρυμματίς zu vgl., Dem. 8, 260; B. A. 250 ψωμοὶ οἴνῳ βεβρεγμένοι, οἷς ἐπιχεῖται καὶ φακῆ ἁπλῶς. Vgl. Harpocr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
]émietté et plongé dans un liquide.
Étymologie: ἐν, θρύπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνθρυπτος: -ον, τὸ ἐνθρυβόμενον εἴς τι, τὰ ἔνθρυπτα (Δημ. 314. 1)· «τὰ ἐκ πεμμάτων, ἢ τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα, εἴδη πεμμάτων, ἔνιοι δὲ ταῖς τελεταῖς αὐτὰ προσοικειοῦσι καὶ Ἀπόλλων δὲ παρ’ Ἀθηναίοις Ἔνθρυπτος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἔνθρυπτος, -ον (Α) θρυπτός
1. αυτός που διαλύεται μέσα σε υγρό
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔνθρυπτα
είδος πίτας ή βουτήματος, κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε κρασί
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔνθρυπτος
επίθ. του Απόλλωνος στην Αθήνα.
Greek Monotonic
ἔνθρυπτος: -ον (θρύπτω), θρυμματισμένος, τριμμένος και ριγμένος μέσα σε υγρό· τὰ ἔνθρυπτα, μουσκεμένο ψωμί, παξιμάδι, σε Δημ.
Middle Liddell
ἔνθρυπτος, ον θρύπτω
crumbled and put into liquid: τὰ ἔνθρυπτα sops, Dem.