ἐπιμαστίδιος: Difference between revisions
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /> | |btext=ος, ον :<br />[[qui est à la mamelle]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μαστός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:14, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, (μαστός) on the breast or at the breast, not yet weaned, of infants, A.Th.349 (lyr.), E.IT231 (lyr.), Nic.Dam.13J., Luc.Tox. 61; of birds, γόνος ὀρταλίχων S.Fr.793 (anap.).
German (Pape)
[Seite 960] an der Brust liegend, saugend; βληχαὶ τῶν ἐπιμαστιδίων, der Säuglinge, Aesch. Spt. 331; γόνος Seph. frg. 962; βρέφος Eur. I. T. 231 u. S0., wie παιδίον Luc. Tox. 61; vgl. Mel. 117 (Plan. 134).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est à la mamelle.
Étymologie: ἐπί, μαστός.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμαστίδιος: (τῐ)
1 не отнятый от груди, грудной (βρέφος Eur.; παιδίον Luc.; βλαχαὶ τῶν ἐπιμαστιδίων Aesch.);
2 новорожденный (γόνος ὀρταλίχων Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμαστίδιος: -ον, (μαστὸς) ὁ θηλάζων ἔτι, βλαχαὶ δ’ αἱματόεσσαι τῶν ἐπιμαστιδίων... βρέμονται Αἰσχύλ. Θήβ. 349· ἐπιμαστίδιον γόνον Σοφ. Ἀποσπ. 962· ἐπιμαστίδιον τότε βρέφος ἔτι, δηλ. ἔτι ἐν γάλακτι, Εὐρ. Ι. Τ. 231, κτλ.
Greek Monolingual
ἐπιμαστίδιος, -ον (Α)
(για βρέφος) αυτός που θηλάζει ακόμη («ὃν ἔλιπον ἐπιμαστίδιον ἔτι βρέφος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -μαστίδιος (< μαστός), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. υπο-μαστίδιος)].
Greek Monotonic
ἐπιμαστίδιος: -ον (μαστός), αυτός που ακόμη θηλάζει, που δεν έχει ακόμη κόψει τον θηλασμό, που δεν έχει απογαλακτιστεί, σε Τραγ.