αἰσθητήριον: Difference between revisions
Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht
(big3_2) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") |
||
(27 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aisthitirion | |Transliteration C=aisthitirion | ||
|Beta Code=ai)sqhth/rion | |Beta Code=ai)sqhth/rion | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[sense organ]], [[organ of sense]], Hp. Vict.4.86, Arist.de An.421b32, etc.; [[τὰ αἰσθητήρια]], opp. ἡ [[διάνοια]], Epicur. Ep.1p.12U.; ἐπὰν ᾖ καθαρὰ τᾀσθητήρια Macho 2; [[τὰ αἰσθητήρια]] = [[the faculties]], LXX 4 Ma.2.22, cf. Ep.Heb.5.14. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> [[órgano de los sentidos]] τὸ ὀσφραντικὸν αἰ. Arist.<i>de An</i>.421<sup>b</sup>32, τῆς ... αἰσθητικῆς δυνάμεως αἰσθητήρια μέν ἐστι τὰ τοῦ σώματος ὄργανα Ptol.<i>Iudic</i>.5.19<br /><b class="num">•</b>plu. [[τὰ αἰσθητήρια]] = [[los sentidos]] ἀναστομοῖ τάχιστα ταἰσθητήρια ref. al gusto, Diph.18.6, ἐπὰν ᾖ καθαρὰ τᾀσθητήρια οὐκ ἂν διαμάρτοις Macho 471, τὸ ὅμοιον τοῖς αἰσθητερίοις καὶ ἐπὶ τῶν τεχνῶν συντέτευχεν Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.101<br /><b class="num">•</b>op. [[διάνοια]]: λάβωμεν φαντασίαν ἐπιβλητικῶς τῇ διανοίᾳ ἢ τοῖς αἰσθητηρίοις Epicur.<i>Ep</i>.[2] 50, cf. Phld.<i>D</i>.3.15.6, τὴν διάνοιάν μου ἐρρωμένην ἔχων καὶ ἀκεραίαν, τὰ αἰ<σ>θητήρια [[ἀβλαβής]] <i>POxy</i>.2283.8 (VI d.C.), πέντε μέν εἰσιν [[τὰ αἰσθητήρια]] Plu.2.903b, ὑπνηλοῦ θανάτου τοῖς αἰσθητηρίοις ἐντρέχοντος Philostr.<i>Im</i>.2.6.4.<br /><b class="num">2</b> [[facultad intelectual]], [[mental]] τὸν ἱερὸν ἡγεμόνα νοῦν διὰ τῶν αἰσθητηρίων ἐνεθρόνισεν [[LXX]] 4<i>Ma</i>.2.22, τῶν διὰ τὴν ἕξιν [[τὰ αἰσθητήρια]] γεγυμνασμένα ἐχόντων πρὸς διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ <i>Ep.Hebr</i>.5.14, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.7.16.93, τὸν ἄνδρα ... ἄρτιον ὄντα ἐν ταῖς συνουσίαις καὶ πᾶσι τοῖς αἰσθητηρίοις Luc.<i>Macr</i>.22<br /><b class="num">•</b>[[órgano espiritual]] ὁ τῆς ψυχῆς [[τὰ αἰσθητήρια]] κεκαθαρισμένος Eus.M.23.325C. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />[[organe de la sensation]], [[sens]].<br />'''Étymologie:''' [[αἰσθάνομαι]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>[[Sinnenwerkzeug]]</i>, z.B. γευστικόν Plat. <i>Ax</i>. 366a; τᾀσθητήρια [[Macho]] Ath. VIII.346a; Arist. <i>de anim</i>. 2.9; <i>[[Verstand]], [[NT]]</i>. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰσθητήριον:''' τό<br /><b class="num">1</b> филос. (лат. [[sensorium]]) орган чувств, чувствилище Plat., Arst., Sext.;<br /><b class="num">2</b> [[чувство]], [[способность]] (τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα πρός τι NT). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰσθητήριον''': τό, [[ὄργανον]] αἰσθήσεως, Ἱππ. 375, 44, Ἀριστ. περὶ ψυχῆς 2. 9, 12., 2. 10, 4· ἐπὰν ᾖ καθαρὰ τᾀσθητήρια, Μάχων ἐν «Ἐπιστολῇ» 1. 5· τὰ αἰσθ. = αἱ δυνάμεις πρὸς αἴσθησιν, Ἑβδ., Πρὸς Ἑβρ. ε΄, 14. | |lstext='''αἰσθητήριον''': τό, [[ὄργανον]] αἰσθήσεως, Ἱππ. 375, 44, Ἀριστ. περὶ ψυχῆς 2. 9, 12., 2. 10, 4· ἐπὰν ᾖ καθαρὰ τᾀσθητήρια, Μάχων ἐν «Ἐπιστολῇ» 1. 5· τὰ αἰσθ. = αἱ δυνάμεις πρὸς αἴσθησιν, Ἑβδ., Πρὸς Ἑβρ. ε΄, 14. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{Abbott | ||
| | |astxt=[[αἰσθητήριον]], -ου, τό (< [[αἰσθάνομαι]]), [in LXX: Je 4:19 (קִיר), IV Mac 2:22 *;] <br />[[sense]], [[organ]] of [[perception]]: He 5:14 (MM, VGT, s.v.). † | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from a derivative of [[αἰσθάνομαι]]; [[properly]], an [[organ]] of [[perception]], i.e. ([[figuratively]]) [[judgment]]: senses. | |||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=τό, an [[organ]] of [[perception]]; [[external]] [[sense]], ([[Hippocrates]]); [[Plato]], Ax. 366a.; [[Aristotle]], polit, 4,3, 9, others; [[faculty]] of the [[mind]] for perceiving, [[understanding]], judging, [[αἰσθητήριον]] τῆς καρδίας, τά [[ἔνδον]] αἰσθητήρια). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αἰσθητήριον:''' τό ([[αἰσθάνομαι]]), όργανο αίσθησης, σε Αριστ. κ.λπ.· <i>τὰ αἰσθητήρια</i>, αισθήσεις, ικανότητες αίσθησης, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[αἰσθάνομαι]]<br />an [[organ]] of [[sense]], Arist., etc.; τὰ αἰσθ. the senses, faculties, NTest. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{Chinese | ||
| | |sngr='''原文音譯''':a„sqht»rion 埃士帖帖里按<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':感覺 保持(者)<br />'''字義溯源''':感覺官能,判斷的才能,心竅;源自([[αἰσθάνομαι]])*=明瞭)。感覺官能,乃是人裏面的眼睛,賦於人洞察黑白是非的能力。在( 來5:14)譯為:心竅<br />'''出現次數''':總共(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 官能(1) 來5:14 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:10, 8 January 2023
English (LSJ)
τό, sense organ, organ of sense, Hp. Vict.4.86, Arist.de An.421b32, etc.; τὰ αἰσθητήρια, opp. ἡ διάνοια, Epicur. Ep.1p.12U.; ἐπὰν ᾖ καθαρὰ τᾀσθητήρια Macho 2; τὰ αἰσθητήρια = the faculties, LXX 4 Ma.2.22, cf. Ep.Heb.5.14.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 órgano de los sentidos τὸ ὀσφραντικὸν αἰ. Arist.de An.421b32, τῆς ... αἰσθητικῆς δυνάμεως αἰσθητήρια μέν ἐστι τὰ τοῦ σώματος ὄργανα Ptol.Iudic.5.19
•plu. τὰ αἰσθητήρια = los sentidos ἀναστομοῖ τάχιστα ταἰσθητήρια ref. al gusto, Diph.18.6, ἐπὰν ᾖ καθαρὰ τᾀσθητήρια οὐκ ἂν διαμάρτοις Macho 471, τὸ ὅμοιον τοῖς αἰσθητερίοις καὶ ἐπὶ τῶν τεχνῶν συντέτευχεν Chrysipp.Stoic.2.101
•op. διάνοια: λάβωμεν φαντασίαν ἐπιβλητικῶς τῇ διανοίᾳ ἢ τοῖς αἰσθητηρίοις Epicur.Ep.[2] 50, cf. Phld.D.3.15.6, τὴν διάνοιάν μου ἐρρωμένην ἔχων καὶ ἀκεραίαν, τὰ αἰ<σ>θητήρια ἀβλαβής POxy.2283.8 (VI d.C.), πέντε μέν εἰσιν τὰ αἰσθητήρια Plu.2.903b, ὑπνηλοῦ θανάτου τοῖς αἰσθητηρίοις ἐντρέχοντος Philostr.Im.2.6.4.
2 facultad intelectual, mental τὸν ἱερὸν ἡγεμόνα νοῦν διὰ τῶν αἰσθητηρίων ἐνεθρόνισεν LXX 4Ma.2.22, τῶν διὰ τὴν ἕξιν τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα ἐχόντων πρὸς διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ Ep.Hebr.5.14, cf. Clem.Al.Strom.7.16.93, τὸν ἄνδρα ... ἄρτιον ὄντα ἐν ταῖς συνουσίαις καὶ πᾶσι τοῖς αἰσθητηρίοις Luc.Macr.22
•órgano espiritual ὁ τῆς ψυχῆς τὰ αἰσθητήρια κεκαθαρισμένος Eus.M.23.325C.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
organe de la sensation, sens.
Étymologie: αἰσθάνομαι.
German (Pape)
τό, Sinnenwerkzeug, z.B. γευστικόν Plat. Ax. 366a; τᾀσθητήρια Macho Ath. VIII.346a; Arist. de anim. 2.9; Verstand, NT.
Russian (Dvoretsky)
αἰσθητήριον: τό
1 филос. (лат. sensorium) орган чувств, чувствилище Plat., Arst., Sext.;
2 чувство, способность (τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα πρός τι NT).
Greek (Liddell-Scott)
αἰσθητήριον: τό, ὄργανον αἰσθήσεως, Ἱππ. 375, 44, Ἀριστ. περὶ ψυχῆς 2. 9, 12., 2. 10, 4· ἐπὰν ᾖ καθαρὰ τᾀσθητήρια, Μάχων ἐν «Ἐπιστολῇ» 1. 5· τὰ αἰσθ. = αἱ δυνάμεις πρὸς αἴσθησιν, Ἑβδ., Πρὸς Ἑβρ. ε΄, 14.
English (Abbott-Smith)
αἰσθητήριον, -ου, τό (< αἰσθάνομαι), [in LXX: Je 4:19 (קִיר), IV Mac 2:22 *;]
sense, organ of perception: He 5:14 (MM, VGT, s.v.). †
English (Strong)
from a derivative of αἰσθάνομαι; properly, an organ of perception, i.e. (figuratively) judgment: senses.
English (Thayer)
τό, an organ of perception; external sense, (Hippocrates); Plato, Ax. 366a.; Aristotle, polit, 4,3, 9, others; faculty of the mind for perceiving, understanding, judging, αἰσθητήριον τῆς καρδίας, τά ἔνδον αἰσθητήρια).
Greek Monotonic
αἰσθητήριον: τό (αἰσθάνομαι), όργανο αίσθησης, σε Αριστ. κ.λπ.· τὰ αἰσθητήρια, αισθήσεις, ικανότητες αίσθησης, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
αἰσθάνομαι
an organ of sense, Arist., etc.; τὰ αἰσθ. the senses, faculties, NTest.
Chinese
原文音譯:a„sqht»rion 埃士帖帖里按
詞類次數:名詞(1)
原文字根:感覺 保持(者)
字義溯源:感覺官能,判斷的才能,心竅;源自(αἰσθάνομαι)*=明瞭)。感覺官能,乃是人裏面的眼睛,賦於人洞察黑白是非的能力。在( 來5:14)譯為:心竅
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 官能(1) 來5:14