εὔκοπος: Difference between revisions
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />facile à travailler, facile.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κόπος]]. | |btext=ος, ον :<br />[[facile à travailler]], [[facile]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κόπος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:11, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, easy, Plb.18.18.2: mostly in Comp., -ωτέρα σκευασία Dsc.1.39; -ώτερόν [ἐστι] c. inf., Ev.Matt.9.5, 19.24, etc. Adv. -πως Hp.Epid.2.6.31, Ar.Fr.783, D.S.3.24, Ph.Bel.56.16: Comp. -ώτερον Antip.Stoic.3.256.
German (Pape)
[Seite 1075] ohne Mühe, leicht zu thun, dem ἀδύνατον entgeggstzt, Pol. 18, 1, 2; so auch adv. εὐκόπως, Ar. bei Poll. 9, 162; εὐκοπώτερον, Antip. Stob. fl. 67, 25 E. Mit εὐκόλως verwechselt, D. Sic. 3, 24. 5, 32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à travailler, facile.
Étymologie: εὖ, κόπος.
Russian (Dvoretsky)
εὔκοπος: удобоисполнимый, нетрудный (τὸ μὲν ἀδύνατον, τὸ δ᾽ εὔκοπον Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔκοπος: -ον, μὲ ὀλίγον κόπον, εὔκολος, Πολύβ. 18. 1, 2· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ Συγκρ. εὐκοπώτερόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 5, ιθ΄, 24, κτλ. - Ἐπίρρ. -πως, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 615: Συγκρ. Ἐπίρρ. -ώτερον, Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 418. 54.
English (Thayer)
εὔκοπον (εὖ and κόπος), that can be done with easy labor; easy: Polybius, et al.; εὐκοπώτερον ἐστι — followed by an infinitive, Luke 18:25.
Greek Monolingual
εὔκοπος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται με μικρό κόπο, ο εύκολος («τοῦτο... κατὰ δὲ τὴν τῶν Ῥωμαίων ἀγωγὴν εὔκοπον», Πολ.).
επίρρ...
εὐκόπως (ΑΜ)
το συγκρ. εὐκοπώτερον (ΑΜ) και εὐκοπωτέρως (Μ)
εύκολα, με ευκολία
το συγκρ., με μεγαλύτερη ευκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόπος (< κόπτω). Η σημασία «βάσανο, κούραση» είναι αρχαία παρ' όλο που ετυμολογικώς το όνομα δηλώνει τη ρηματική ενέργεια].
Greek Monotonic
εὔκοπος: -ον, αυτός που δεν απαιτεί μεγάλο κόπο, εύκολος, εὐκοπώτερόν (ἐστι), με απαρ., σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
εὔ-κοπος, ον
with easy labour, easy, εὐκοπώτερόν [ἐστι], c. inf., NTest.
Chinese
原文音譯:eÙkopèteroj, (eÜkopoj) 由-可坡帖羅士
詞類次數:形容詞(7)
原文字根:好-(更多)打擊
字義溯源:容易,容易些,比較容易,還較容易;由(εὖ / εὖγε)=好)與(κόπος)=勞累)組成; (εὖ / εὖγε)出自 (εὐρύχωρος)X*=善,而 (κόπος)出自(κόπτω)*=砍)。這字七次全是用‘比較級’:比較容易,還較容易,容易些。共有三個事例,都是主耶穌說的,或發問的:
1)主治愈癱子說,你的罪赦了。就問說,或說,你的罪赦了,或說,你起來行走,那一樣是比較容易( 太9:5; 可2:9; 路5:23)
2)駱駝穿過針的眼,比財主進神的國,是還較容易呢( 太19:24; 可10:25; 路18:25)
3)天地廢去,較比律法的一點一劃落空還容易( 路16:17)
出現次數:總共(7);太(2);可(2);路(3)
譯字彙編:
1) 比較容易(3) 太9:5; 可2:9; 路5:23;
2) 還較容易呢(3) 太19:24; 可10:25; 路18:25;
3) 容易些(1) 路16:17