παραμυθητικός: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />propre à consoler, consolant.<br />'''Étymologie:''' [[παραμυθέομαι]]. | |btext=ή, όν :<br />[[propre à consoler]], [[consolant]].<br />'''Étymologie:''' [[παραμυθέομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 18:30, 8 January 2023
English (LSJ)
ή, όν, consolatory, -μυθητικὸν ὁ φίλος καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ Arist.EN1171b2; able to assuage (sc. τῶν ἑαυτοῦ παθῶν), Chrysipp. ap. S.E.P.1.70; π. λόγος a letter of consolation, such as Plu. wrote to Apollonius, 2.101e sq.; π. ὑπόληψις D.Chr.12.40; τὸ -κόν consolation, D.H.Rh.6.4. Adv. -κῶς Eust.225.41, Sch.A.R.2.622.
German (Pape)
[Seite 490] ή, όν, ermunternd, tröstend; λόγος, Trostrede, Plut. u. Sp.; Arist. sagt auch eth. 9, 11, 3 παραμυθητικὸν ὁ φίλος καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ. – Adv., Sp., wie Schol. Ap. Rh. 2, 624.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à consoler, consolant.
Étymologie: παραμυθέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραμυθητικός -ή -όν [παραμυθέομαι] bemoediging gevend.
Russian (Dvoretsky)
παραμῡθητικός: утешающий, ободряющий (λόγος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
παραμῡθητικός: -ή, -όν, παρηγορητικός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 3· ἱκανὸς ὅπως ἀνακουφίσῃ τι, ἀνακουφιστικὸς (ἐξυπακουομ. τοῦ τῶν ἑαυτοῦ παθῶν) Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 70· π. λόγος, ἐπιστολὴ παραμυθητική, ὁποίαν ὁ Πλούταρχος ἔγραψε πρὸς τὸν Ἀπολλώνιον, 2. 101F, κἑξ.· οὕτω, τὸ -κόν, παραμυθία, παρηγορία, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 6. 4. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 225. 41.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παραμυθητικός, -ή, -όν, ΝΑ παραμυθητής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραμυθία, στην παρηγοριά, που ανακουφίζει, απαλύνει τον πόνο κάποιου άλλου, ιδίως τον ψυχικό, ο παρηγορητικός
2. αυτός που αποβλέπει στην παραμυθία, στην παρηγοριά («παραμυθητικά λόγια»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραμυθητικόν
παραμυθία, παρηγοριά
2. φρ. «Παραμυθητικός λόγος» — χαρακτηρισμός παρηγορητικής επιστολής του Πλουτάρχου προς τον Απολλώνιο.
επίρρ...
παραμυθητικῶς ΜΑ
με παραμυθητικό τρόπο.
Greek Monotonic
παραμῡθητικός: -ή, -όν, παρηγορητικός, σε Αριστ.
Middle Liddell
παραμῡθητικός, ή, όν [from παραμῡθέομαι]
consolatory, Arist.