τελεσσιδώτειρα: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />qui procure l'accomplissement, la réalisation.<br />'''Étymologie:''' [[τελέω]], [[δίδωμι]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[qui procure l'accomplissement]], [[la réalisation]].<br />'''Étymologie:''' [[τελέω]], [[δίδωμι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:40, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελεσσιδώτειρα Medium diacritics: τελεσσιδώτειρα Low diacritics: τελεσσιδώτειρα Capitals: ΤΕΛΕΣΣΙΔΩΤΕΙΡΑ
Transliteration A: telessidṓteira Transliteration B: telessidōteira Transliteration C: telessidoteira Beta Code: telessidw/teira

English (LSJ)

poet. for Τελεσιδ-, = τέλος δοῦσα, she that gives completeness or accomplishment, Μοῖρα E.Heracl.899 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1085] ἡ, poet. statt τελεσιδώτειρα, = τέλος δοῦσα, Geberinn der Vollendung, der Reise, Μοῖρα Eur. Heracl. 899.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
qui procure l'accomplissement, la réalisation.
Étymologie: τελέω, δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

τελεσσιδώτειρα: adj. f кладущая конец, пресекающая (все) (Μοῖρα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

τελεσσιδώτειρα: Ποιητ. ἀντὶ τελεσιδ-, = τέλος διδοῦσα, ἡ διδοῦσα συμπλήρωσιν, ἡ πραγματοποιοῦσα, Μοῖρα τελεσσ. Εὐρ. Ἡρακλ. 899. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτή που παρέχει ολοκλήρωση, εκπλήρωση («πολλὰ γὰρ τίκτει Μοῑρα τελεσσιδώτειρ' Αἰών τε Κρόνου παῑς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του τέλος + δώτειρα (πρβλ. χαριτο-δώτειρα), με διπλασιασμό του -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].

Greek Monotonic

τελεσσιδώτειρα: ποιητ. αντί τελεσιδ-, αυτή που προσφέρει συμπλήρωση ή εκπλήρωση, σε Ευρ.

Middle Liddell


she that gives completeness or accomplishment, Eur.