ἀνέλιγμα: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />enroulement, boucle.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνελίσσω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />[[enroulement]], [[boucle]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνελίσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:57, 8 January 2023
English (LSJ)
ατος, τό, anything rolled up, ἀ. χαίτης a ringlet, AP6.210 (Philet.), cf. 7.485 (Diosc.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
sólo plu. rizo, bucle χαίτης AP 6.210 (Philet.), 7.485 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 222] τό, das Geringel, Gekräusel, χαίτης Philet. 1; Diosc. 38 (VI, 210).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
enroulement, boucle.
Étymologie: ἀνελίσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέλιγμα: ατος τό завиток, локон, прядь (ἀνελίγματα χαίτης Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέλιγμα: -ατος, τό, (ἀνελίσσω) πᾶν ὅ,τι ἀνελίσσεται, χαίτης ἀνελίγματα, βόστρυχοι, «σγουρὰ μαλλιά», «κατσαρὰ» Ἀνθ. Π. 6. 210., 7. 485.
Greek Monolingual
ἀνέλιγμα, το (Α)
1. κάθε τι που προέρχεται από ανέλιξη, ξεδίπλωμα
2. (για μαλλιά) ο βόστρυχος, η μπούκλα.
Greek Monotonic
ἀνέλιγμα: -ατος, τό, οτιδήποτε τυλιγμένο ή διπλωμένο, μπούκλα μαλλιών, μικρό δαχτυλίδι, σε Ανθ.