σκολιόθριξ: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />à la chevelure bouclée.<br />'''Étymologie:''' [[σκολιός]], [[θρίξ]]. | |btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />[[à la chevelure bouclée]].<br />'''Étymologie:''' [[σκολιός]], [[θρίξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Latest revision as of 11:00, 9 January 2023
English (LSJ)
-τριχος, ὁ, ἡ, with curled hair, Nonn. D. 15.137; with crisp leaves, ἄκανθα AP 4.1.37 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 901] τριχος, krumm-, kraushaarig, krausblätterig, ἀκάνθη, Mel. 1, 37 (IV, 1).
French (Bailly abrégé)
ότριχος (ὁ, ἡ)
à la chevelure bouclée.
Étymologie: σκολιός, θρίξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκολιόθριξ -τριχος [σκολιός, θρίξ] als adj. met gekruld haar, d.w.z. met gekruld loof.
Russian (Dvoretsky)
σκολιόθριξ: τρῐχος adj. досл. курчавый, кудрявый, перен. с завитыми листьями (ἀκάνθη Anth.).
Greek Monolingual
-τριχος, ὁ, ἡ, ΜΑ
σγουρομάλλης
αρχ.
(για φυτά) αυτός που έχει κατσαρά φύλλα («σκολιότριχος ἄνθος ἀκάνθης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «καμπύλος» + θρίξ, τριχός].
Greek Monotonic
σκολιόθριξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει σγουρά μαλλιά ή σγουρό φύλλωμα, κατσαρός, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
σκολιόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κόμην ἑλικτήν, βοστρυχώδη, «σγουράν», Νόνν. Δ. 15. 137· ὁ ἔχων φύλλα οὖλα, «σγουρωτά», ἄκανθα Ἀνθ. Π. 4. 1, 37.
Middle Liddell
with curled hair or leaves, Anth.