σκολιόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
(4)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=σκολιόθριξ
|Medium diacritics=σκολιόθριξ
|Low diacritics=σκολιόθριξ
|Capitals=ΣΚΟΛΙΟΘΡΙΞ
|Transliteration A=skolióthrix
|Transliteration B=skoliothrix
|Transliteration C=skoliothriks
|Beta Code=skolio/qric
|Definition=-τριχος, ὁ, ἡ, [[with curled hair]], Nonn. ''D.'' 15.137; [[with crisp leaves]], [[ἄκανθα]] ''AP'' 4.1.37 (Mel.).
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0901.png Seite 901]] τριχος, krumm-, kraushaarig, krausblätterig, ἀκάνθη, Mel. 1, 37 (IV, 1).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0901.png Seite 901]] τριχος, krumm-, kraushaarig, krausblätterig, ἀκάνθη, Mel. 1, 37 (IV, 1).
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σκολιόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κόμην ἑλικτήν, βοστρυχώδη, «σγουράν», Νόνν. Δ. 15. 137· ὁ ἔχων φύλλα οὖλα, «σγουρωτά», [[ἄκανθα]] Ἀνθ. Π. 4. 1, 37.
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />[[à la chevelure bouclée]].<br />'''Étymologie:''' [[σκολιός]], [[θρίξ]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκολιόθριξ -τριχος &#91;[[σκολιός]], [[θρίξ]]] als adj. met gekruld haar, d.w.z. met gekruld loof.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />à la chevelure bouclée.<br />'''Étymologie:''' [[σκολιός]], [[θρίξ]].
|elrutext='''σκολιόθριξ:''' τρῐχος adj. досл. курчавый, кудрявый, перен. с завитыми листьями (ἀκάνθη Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 14: Line 28:
|lsmtext='''σκολιόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει σγουρά μαλλιά ή σγουρό [[φύλλωμα]], [[κατσαρός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σκολιόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει σγουρά μαλλιά ή σγουρό [[φύλλωμα]], [[κατσαρός]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκολιόθριξ:''' τρῐχος adj. досл. курчавый, кудрявый, перен. с завитыми листьями (ἀκάνθη Anth.).
|lstext='''σκολιόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κόμην ἑλικτήν, βοστρυχώδη, «σγουράν», Νόνν. Δ. 15. 137· ὁ ἔχων φύλλα οὖλα, «σγουρωτά», [[ἄκανθα]] Ἀνθ. Π. 4. 1, 37.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=with curled [[hair]] or leaves, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολιόθριξ Medium diacritics: σκολιόθριξ Low diacritics: σκολιόθριξ Capitals: ΣΚΟΛΙΟΘΡΙΞ
Transliteration A: skolióthrix Transliteration B: skoliothrix Transliteration C: skoliothriks Beta Code: skolio/qric

English (LSJ)

-τριχος, ὁ, ἡ, with curled hair, Nonn. D. 15.137; with crisp leaves, ἄκανθα AP 4.1.37 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 901] τριχος, krumm-, kraushaarig, krausblätterig, ἀκάνθη, Mel. 1, 37 (IV, 1).

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
à la chevelure bouclée.
Étymologie: σκολιός, θρίξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκολιόθριξ -τριχος [σκολιός, θρίξ] als adj. met gekruld haar, d.w.z. met gekruld loof.

Russian (Dvoretsky)

σκολιόθριξ: τρῐχος adj. досл. курчавый, кудрявый, перен. с завитыми листьями (ἀκάνθη Anth.).

Greek Monolingual

-τριχος, ὁ, ἡ, ΜΑ
σγουρομάλλης
αρχ.
(για φυτά) αυτός που έχει κατσαρά φύλλα («σκολιότριχος ἄνθος ἀκάνθης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «καμπύλος» + θρίξ, τριχός].

Greek Monotonic

σκολιόθριξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει σγουρά μαλλιά ή σγουρό φύλλωμα, κατσαρός, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

σκολιόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κόμην ἑλικτήν, βοστρυχώδη, «σγουράν», Νόνν. Δ. 15. 137· ὁ ἔχων φύλλα οὖλα, «σγουρωτά», ἄκανθα Ἀνθ. Π. 4. 1, 37.

Middle Liddell

with curled hair or leaves, Anth.