βρεφικός: Difference between revisions
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[infantil]], [[de niño]] τοὺς ὅρους τῆς βρεφικῆς ἡλικίας ὑπερβαίνων Ph.2.84 (cód.), βοὴν ... βρεφικήν Petr.Rau.<i>Ep</i>.1, β. [[βραχυστομία]] Eust.767.16, β. [[ἀναστροφή]] Eust.767.22.<br /><b class="num">2</b> adv. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[infantil]], [[de niño]] τοὺς ὅρους τῆς βρεφικῆς ἡλικίας ὑπερβαίνων Ph.2.84 (cód.), βοὴν ... βρεφικήν Petr.Rau.<i>Ep</i>.1, β. [[βραχυστομία]] Eust.767.16, β. [[ἀναστροφή]] Eust.767.22.<br /><b class="num">2</b> adv. [[βρεφικῶς]] = [[de manera infantil]] Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.82, Eust.565.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:22, 12 February 2023
English (LSJ)
ή, όν, infantile, Ph.2.84, Eust.767.16.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 infantil, de niño τοὺς ὅρους τῆς βρεφικῆς ἡλικίας ὑπερβαίνων Ph.2.84 (cód.), βοὴν ... βρεφικήν Petr.Rau.Ep.1, β. βραχυστομία Eust.767.16, β. ἀναστροφή Eust.767.22.
2 adv. βρεφικῶς = de manera infantil Gr.Nyss.Eun.2.82, Eust.565.1.
German (Pape)
[Seite 463] kindlich, kindisch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βρεφικός: -ή, -όν, νηπιώδης, Φίλων 2. 84, καὶ μεταγεν.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM βρεφικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε βρέφος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. βρεφικόν, το
το βρέφος.