θελητός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1192.png Seite 1192]] gewollt, gewünscht, LXX.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1192.png Seite 1192]] [[gewollt]], [[gewünscht]], LXX.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θελητός''': -ή, -όν, ἐπιθυμητός, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ιε΄, 32, γῆ Μαλαχ. γ΄, 12).
|lstext='''θελητός''': -ή, -όν, [[ἐπιθυμητός]], Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ιε΄, 32, γῆ Μαλαχ. γ΄, 12).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θελητός]], -ή, -όν (AM) [[θέλω]]<br />[[επιθυμητός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θελητόν</i><br />η [[επιθυμία]], το [[θέλημα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θελητῶς</i> (Α)<br />εκουσίως, θεληματικά.
|mltxt=[[θελητός]], -ή, -όν (AM) [[θέλω]]<br />[[επιθυμητός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θελητόν</i><br />η [[επιθυμία]], το [[θέλημα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>[[θελητῶς]]</i> (Α)<br />[[ἑκουσίως|εκουσίως]], θεληματικά.
}}
}}

Revision as of 08:53, 19 February 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελητός Medium diacritics: θελητός Low diacritics: θελητός Capitals: ΘΕΛΗΤΟΣ
Transliteration A: thelētós Transliteration B: thelētos Transliteration C: thelitos Beta Code: qelhto/s

English (LSJ)

ή, όν, wished for, desired, LXX 1 Ki. 15.22,Ma.3.12.

German (Pape)

[Seite 1192] gewollt, gewünscht, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

θελητός: -ή, -όν, ἐπιθυμητός, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ιε΄, 32, γῆ Μαλαχ. γ΄, 12).

Greek Monolingual

θελητός, -ή, -όν (AM) θέλω
επιθυμητός
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το θελητόν
η επιθυμία, το θέλημα.
επίρρ...
θελητῶς (Α)
εκουσίως, θεληματικά.