ἀβάστακτος: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
Line 33: Line 33:
{{trml
{{trml
|trtx====[[intolerable]]===
|trtx====[[intolerable]]===
Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: [[intolérable]]; Galician: intolerable; German: [[unerträglich]];  Greek: [[ανυπόφορος]], [[αφόρητος]]; Ancient Greek: [[ἀβάστακτος]], [[ἄβιος]], [[ἀβίωτος]], [[ἀκαταφόρητος]], [[ἀνυπομόνητος]], [[ἀνυπότλητος]], [[ἀνυπόφορος]], [[ἀπρόϊτος]], [[ἀστεργής]], [[ἄτλατος]], [[ἄτλητος]], [[ἄφερτος]], [[ἀφόρητος]], [[βαρύτλητος]], [[βαρύτλατος]], [[δυσανάσχετος]], [[δυσβάστακτος]], [[δυσέκδεκτος]], [[δυσκόμιστος]], [[δύσλοφος]], [[δύσοιστος]], [[δυσύποιστος]], [[δυσυπομένητος]], [[δυσυπομόνητος]], [[δυσφερής]], [[δύσφορος]], [[οὐ τλητός]], [[οὐ φορητός]], [[οὐκ ἀνασχετός]], [[οὐκ ἀνεκτός]], [[οὐχ ὑποστατός]], [[πάνδεινος]]; Icelandic: óþolandi; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: [[intolerável]]; Russian: [[невыносимый]], [[нестерпимый]], [[несносный]]; Spanish: [[intolerable]]; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت‎
Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: [[intolérable]]; Galician: intolerable; German: [[unerträglich]];  Greek: [[αβάσταγος]], [[αβάσταχτος]], [[ανταγιάντιστος]], [[ανυπόφερτος]], [[ανυπόφορος]], [[απάλευτος]], [[ασήκωτος]], [[αφόρητος]], [[δεν αντέχεται]], [[δεν τρώγεται]], [[δυσβάστακτος]], [[δυσβάσταχτος]], [[δυσκολοβάσταχτος]], [[δυσκολοϋπόφερτος]]; Ancient Greek: [[ἀβάστακτος]], [[ἄβιος]], [[ἀβίωτος]], [[ἀκαταφόρητος]], [[ἀνυπομόνητος]], [[ἀνυπότλητος]], [[ἀνυπόφορος]], [[ἀπρόϊτος]], [[ἀστεργής]], [[ἄτλατος]], [[ἄτλητος]], [[ἄφερτος]], [[ἀφόρητος]], [[βαρύτλητος]], [[βαρύτλατος]], [[δυσανάσχετος]], [[δυσβάστακτος]], [[δυσέκδεκτος]], [[δυσκόμιστος]], [[δύσλοφος]], [[δύσοιστος]], [[δυσύποιστος]], [[δυσυπομένητος]], [[δυσυπομόνητος]], [[δυσφερής]], [[δύσφορος]], [[οὐ τλητός]], [[οὐ φορητός]], [[οὐκ ἀνασχετός]], [[οὐκ ἀνεκτός]], [[οὐχ ὑποστατός]], [[πάνδεινος]]; Icelandic: óþolandi; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: [[intolerável]]; Russian: [[невыносимый]], [[нестерпимый]], [[несносный]]; Spanish: [[intolerable]]; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت‎
}}
}}

Revision as of 19:48, 4 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβάστακτος Medium diacritics: ἀβάστακτος Low diacritics: αβάστακτος Capitals: ΑΒΑΣΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: abástaktos Transliteration B: abastaktos Transliteration C: avastaktos Beta Code: a)ba/staktos

English (LSJ)

ον, (βαστάζω) unbearable, not to be borne or not to be carried, Plu.Ant.16; not removable, σημεῖον IGRom.4.446 (Perg.). Adv. ἀβαστάκτως = unbearably Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no quitado o arriado, γυμνασίαρχος τῶν ζ γυμνασίων σημείοις ἀβαστάκτοις gimnasiarco de los siete gimnasios con las banderas no arriadas e.d. abiertos permanentemente durante su gimnasiarquía IP 8(3).37 (II d.C.).
2 imposible de llevar, excesivamente pesado de cargos demasiado grande para la capacidad de uno ἔλεγεν ... φορτίον ἀβάστακτον αἴρεσθαι τὴν Καίσαρος διαδοχήν Plu.Ant.16, ἀλλὰ χειρισμοῦ ἀβαστάκτου (piensa que no diriges la recogida de impuestos) sino un departamento que te viene grande, PTeb.758.15 (II d.C.), cf. Hsch.s.u. ἄστεκτος
insoportable por su grandeza para el hombre δόξα κυρίου Didym.Trin.1.9.10, de Jesús en el seno materno ἐβάστασεν τὸν ἀβάστακτον Eu.Barth.2.
3 insoportable, intolerable πικρία T.Abr.A 17, ἀνάγκη Gr.Nyss.Ep.Can.3, ὀδύνη Steph.in Hp.Aph.3.184.32.
II adv. ἀβαστάκτως = de un modo insoportable Hsch.

German (Pape)

[Seite 2] unerträglich, φορτίον Plut. Ant. 16; βάρη Epict. 1, 9, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
intolérable.
Étymologie: , βαστάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀβάστακτος: невыносимый, непосильный (φορτίον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀβάστακτος: ον (βαστάζω), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ φέρῃ ἢ βαστάσῃ. Πλούτ. Ἀντων. 16. Ἐπίκτ. Ἐκκλ. ἐπίρρ. -τως, Ἡσύχ.

Greek Monotonic

ἀβάστακτος: -ον (βαστάζω), αυτός που δεν μεταφέρεται, που δεν αντέχεται, σε Πλούτ.

Middle Liddell

βαστάζω
not to be carried, Plut.

Translations

intolerable

Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: intolérable; Galician: intolerable; German: unerträglich; Greek: αβάσταγος, αβάσταχτος, ανταγιάντιστος, ανυπόφερτος, ανυπόφορος, απάλευτος, ασήκωτος, αφόρητος, δεν αντέχεται, δεν τρώγεται, δυσβάστακτος, δυσβάσταχτος, δυσκολοβάσταχτος, δυσκολοϋπόφερτος; Ancient Greek: ἀβάστακτος, ἄβιος, ἀβίωτος, ἀκαταφόρητος, ἀνυπομόνητος, ἀνυπότλητος, ἀνυπόφορος, ἀπρόϊτος, ἀστεργής, ἄτλατος, ἄτλητος, ἄφερτος, ἀφόρητος, βαρύτλητος, βαρύτλατος, δυσανάσχετος, δυσβάστακτος, δυσέκδεκτος, δυσκόμιστος, δύσλοφος, δύσοιστος, δυσύποιστος, δυσυπομένητος, δυσυπομόνητος, δυσφερής, δύσφορος, οὐ τλητός, οὐ φορητός, οὐκ ἀνασχετός, οὐκ ἀνεκτός, οὐχ ὑποστατός, πάνδεινος; Icelandic: óþolandi; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: intolerável; Russian: невыносимый, нестерпимый, несносный; Spanish: intolerable; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت‎