στυλίτης: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
m (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EL==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpel |wkeltx=$3 }}$4") |
m (Text replacement - "<b>ιδίως" to "<b>ιδίως") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. στυλίτισσα Ν<br />(<b> | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. στυλίτισσα Ν<br />(<b>ιδίως στον πληθ.</b>) <i>οι στυλίτες</i><br /><b>εκκλ.</b> ασκητές της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ασκήτευαν [[πάνω]] σε στύλους [[κατά]] το [[υπόδειγμα]] του οσίου Συμεών του Στυλίτη<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ζει μόνιμα ή προσωρινά σε στύλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στῦλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]])]. | ||
}} | }} | ||
{{wkpen | {{wkpen |
Revision as of 15:54, 8 March 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, stylite, pillar dweller, standing or dwelling on a pillar, Suid.: fem. στυλίτισσα Stud.Pont.3.134 (Amasia).
German (Pape)
[Seite 958] ὁ, tem. στυλῖτις, ιδος, zu einer Säule gehörig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στῡλίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἱστάμενος ἢ κατοικῶν ἐπὶ στύλου, Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 13 (ἐν τῇ ἐπιγρ.), πρβλ. 5. 21· - ἐπίθετ. στυλιτικός, ή, όν, Εὐστ. Πονημάτω. 97. 78, κτλ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και θηλ. στυλίτισσα Ν
(ιδίως στον πληθ.) οι στυλίτες
εκκλ. ασκητές της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ασκήτευαν πάνω σε στύλους κατά το υπόδειγμα του οσίου Συμεών του Στυλίτη
μσν.-αρχ.
αυτός που ζει μόνιμα ή προσωρινά σε στύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολ-ίτης)].
Wikipedia EN
A stylite (from Greek στυλίτης, stylitēs, "pillar dweller", derived from στῦλος, stȳlos, "pillar", Classical Syriac: ܐܣܛܘܢܐ ʼasṯonáyé) or pillar-saint is a type of Christian ascetic who lives on pillars, preaching, fasting and praying. Stylites believe that the mortification of their bodies would help ensure the salvation of their souls. Stylites were common in the early days of the Byzantine Empire. The first known stylite was Simeon Stylites the Elder who climbed a pillar in Syria in 423 and remained there until his death 37 years later.
Wikipedia EL
Οι στυλίτες (κλασικά συριακά: ܐܣܛܘܢܐ ʼasṯonáyé) ήταν Χριστιανοί ασκητές που ζουσαν μόνιμα στη κορυφή μεγάλων στύλων απ' όπου έκαναν κήρυγμα, νηστεία και προσευχή. Δεν κατέβαιναν ποτέ από τους πυλώνες όπου ζούσαν και για τις βασικές τους ανάγκες εξαρτώνταν από ανθρώπους στο έδαφος που τους έδιναν τροφή και νερό σε καλάθια με σκοινιά. Οι Στυλίτες πίστευαν ότι η μακροχρόνια απομόνωσή τους σε στύλους και η έκθεση του σώματός τους στο έλεος των στοιχείων της φύσης θα τους έφερνε κοντά στο Θεό. Οι στυλίτες ήταν συνηθισμένοι τα πρωτοβυζαντινά χρόνια, κυρίως στην Ανατολική Μικρά Ασία, τη Συρία και τη Παλαιστίνη. Ο πρώτος γνωστός στυλίτης ήταν ο Άγιος Συμεών ο Στυλίτης ο Λέσβιος ο οποίος ανέβηκε σε στύλο στη Συρία το 423 και παρέμεινε εκεί μέχρι το θάνατό του 37 χρόνια αργότερα. Περιπτώσεις στυλισμού εμφανίζονται στο Βυζάντιο τουλάχιστον μέχρι τον 10ο αιώνα, ενώ στη Ρωσία ακόμη και μετά τον 15ο αιώνα.
Translations
af: pilaarheilige; ca: estilita; cs: stylita; de: Säulenheiliger; el: στυλίτης; en: stylite; eo: kolonsanktulo; es: estilita; eu: estilita; fi: pylväskilvoittelija; fr: stylite; hr: stilit; hu: sztiliták; it: stilita; ja: 登塔者; lb: sailenhellegen; lt: stulpininkai; ml: തൂൺ സന്ന്യാസിമാർ; pl: stylici; pt: estilitas; ro: stâlpnic; ru: столпник; sh: stilit; sl: stilit; sr: столпник; sv: pelarhelgon; uk: стовпник