απάτη: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(5)
 
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀπάτη]])<br /><b>1.</b> το να μεταχειρίζεται [[κανείς]] για δική του [[ωφέλεια]] [[ψεύδος]] ή δόλο βλάπτοντας τους άλλους, [[ξεγέλασμα]], [[δολοπλοκία]]<br /><b>2.</b> [[δολιότητα]], [[πανουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να απατάται [[κάποιος]], να κάνει [[λάθος]] («[[οπτική]] [[απάτη]]»)<br /><b>2.</b> [[έγκλημα]] που στρέφεται [[κατά]] περιουσιακών δικαιωμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να περνά [[κανείς]] ευχάριστα τον καιρό του, η [[διασκέδαση]]<br /><b>2.</b> <b>προσωποπ.</b> η Απάτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Από τις διάφορες ερμηνείες που έχουν προταθεί, ο [[συσχετισμός]] της λ. με το [[ηπεροπεύς]] «απατεών, [[δόλιος]]» [[είναι]] και μορφολογικά [[δυνατός]] και σημασιολογικά [[αντίστοιχος]]. Ο [[τύπος]] αυτός οδηγεί σε [[θέμα]] σε ρ, ν (<i>άπαρ</i>, <i>άπνος</i>), το οποίο ανάγεται σε αρχικό τ. <i>απ</i> -<i>ν</i> -<i>τά</i>. Η [[σύνδεση]] με <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[πατέω]], [[πόντος]] «[[τόπος]] [[χωρίς]] δρόμο, [[πλάνη]]» δεν [[είναι]] ικανοποιητική. Ο [[χωρισμός]] της λ. ως <i>απ</i>-<i>άτη</i> δεν δικαιολογεί την [[ταύτιση]] του β' συνθ. με τον τ. <i>άτη</i>, λόγω της μακρότητας του <i>α</i>- της λ. <i>άτη</i>. Οι [[περαιτέρω]] συσχετισμοί της λ. [[απάτη]] με το [[ιάπτω]], [[ίπτομαι]], αρχ. ινδ. <i>aka</i>- «[[οίκτος]], [[πόνος]]», δεν θεωρούνται βάσιμοι. Ευρύτατη [[είναι]] η [[χρήση]] της στον Όμηρο και στην Ιωνική-Αττική με κύρια [[σημασία]] «[[πλάνη]]» και σπανιότερα «[[δόλος]], [[τέχνασμα]]». Προσωποποιημένη απαντά στον Ησίοδο, ενώ από την ελληνιστική έννοιά της «[[ονειροπόλημα]]» προήλθε η [[σημασία]] «[[διασκέδαση]], [[ευχαρίστηση]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[απατεώνας]] (-εών), [[απατηλός]], [[απατώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απατεύω]], [[απατήλιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[εξαπάτη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αυταπάτη]], <i>μικροαπάτη</i>, [[ναυταπάτη]] [[οφθαλμαπάτη]]].
|mltxt=η (AM [[ἀπάτη]])<br /><b>1.</b> το να μεταχειρίζεται [[κανείς]] για δική του [[ωφέλεια]] [[ψεύδος]] ή δόλο βλάπτοντας τους άλλους, [[ξεγέλασμα]], [[δολοπλοκία]]<br /><b>2.</b> [[δολιότητα]], [[πανουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να απατάται [[κάποιος]], να κάνει [[λάθος]] («[[οπτική]] [[απάτη]]»)<br /><b>2.</b> [[έγκλημα]] που στρέφεται [[κατά]] περιουσιακών δικαιωμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να περνά [[κανείς]] ευχάριστα τον καιρό του, η [[διασκέδαση]]<br /><b>2.</b> <b>προσωποπ.</b> η Απάτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Από τις διάφορες ερμηνείες που έχουν προταθεί, ο [[συσχετισμός]] της λ. με το [[ηπεροπεύς]] «απατεών, [[δόλιος]]» [[είναι]] και μορφολογικά [[δυνατός]] και σημασιολογικά [[αντίστοιχος]]. Ο [[τύπος]] αυτός οδηγεί σε [[θέμα]] σε ρ, ν (<i>άπαρ</i>, <i>άπνος</i>), το οποίο ανάγεται σε αρχικό τ. <i>απ</i> -<i>ν</i> -<i>τά</i>. Η [[σύνδεση]] με <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[πατέω]], [[πόντος]] «[[τόπος]] [[χωρίς]] δρόμο, [[πλάνη]]» δεν [[είναι]] ικανοποιητική. Ο [[χωρισμός]] της λ. ως <i>απ</i>-<i>άτη</i> δεν δικαιολογεί την [[ταύτιση]] του β' συνθ. με τον τ. <i>άτη</i>, λόγω της μακρότητας του <i>α</i>- της λ. <i>άτη</i>. Οι [[περαιτέρω]] συσχετισμοί της λ. [[απάτη]] με το [[ιάπτω]], [[ίπτομαι]], αρχ. ινδ. <i>aka</i>- «[[οίκτος]], [[πόνος]]», δεν θεωρούνται βάσιμοι. Ευρύτατη [[είναι]] η [[χρήση]] της στον Όμηρο και στην Ιωνική-Αττική με κύρια [[σημασία]] «[[πλάνη]]» και σπανιότερα «[[δόλος]], [[τέχνασμα]]». Προσωποποιημένη απαντά στον Ησίοδο, ενώ από την ελληνιστική έννοιά της «[[ονειροπόλημα]]» προήλθε η [[σημασία]] «[[διασκέδαση]], [[ευχαρίστηση]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[απατεώνας]] (-εών), [[απατηλός]], [[απατώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απατεύω]], [[απατήλιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[εξαπάτη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αυταπάτη]], <i>μικροαπάτη</i>, [[ναυταπάτη]] [[οφθαλμαπάτη]]].
}}
{{trml
|trtx====[[deception]]===
Albanian: mashtrim; Arabic: خِدَاع‎, خَدْع‎; Armenian: խաբեբայություն; Azerbaijani: aldatma; Belarusian: падман; Bengali: প্রবঞ্চনা; Bulgarian: измама, лъжа, заблуждение; Catalan: engany; Chinese Mandarin: 騙局/骗局, 欺騙/欺骗, 欺詐/欺诈; Czech: podvod, klam, balamucení; Danish: bedrag; Dutch: [[bedrog]], [[bedriegerij]], [[misleiding]]; Esperanto: trompo; Estonian: pettus; Finnish: petos; French: [[supercherie]], [[tromperie]]; Georgian: მოტყუება; German: [[Betrug]], [[Betrügerei]], [[Täuschung]]; Greek: [[απάτη]]; Ancient Greek: [[ἀθέτησις]], [[αἰκάλη]], [[ἀλίσβη]], [[ἀλογία]], [[ἀπαιόλημα]], [[ἀπάτα]], [[ἀπάτη]], [[ἀπάτημα]], [[ἀπάτησις]], [[ἀποπλάνημα]], [[ἀποσκίασμα]], [[βουκόλησις]], [[δελήτιον]], [[διαβολή]], [[διαμύθησις]], [[διάψευσις]], [[διγλωσσία]], [[διέμπαιγμα]], [[διπλῆ]], [[δολιότης]], [[δόλος]], [[δολοφροσύνη]], [[δόλωσις]], [[ἐμπαγή]], [[ἔμπαιγμα]], [[ἐμπαιγμός]], [[ἐνέδρα]], [[ἐνεδρεία]], [[ἐνέδρευμα]], [[ἔνεδρον]], [[ἐξαπάτα]], [[ἐξαπάτη]], [[ἐξαπάτημα]], [[ἐξαπάτησις]], [[ἐπιθεσία]], [[ἠπερόπευμα]], [[κατασοφισμός]], [[κατεπίθεσις]], [[κιβδηλεία]], [[κιβδήλευμα]], [[κιβδηλία]], [[μεθοδεία]], [[παράκρουσις]], [[παράπεισις]], [[παραψηφισμός]], [[παρεύρεσις]], [[περιδρομή]], [[πηνηκισμός]], [[προσποίημα]], [[πτερνισμός]], [[τὸ δόλιον]], [[τὸ ἐνεδρευτικόν]], [[ὑποπέττευμα]], [[φενακισμός]], [[φήλωμα]], [[χλεύη]]; Hebrew: אֲחִיזַת עֵינַיִם‎, מִרְמָה‎; Hindi: धोखा, छल; Hungarian: megtévesztés; Icelandic: blekking; Irish: bréag; Italian: [[mistificazione]], [[inganno]], [[sotterfugio]], [[raggiro]], [[frode]]; Japanese: ごまかし, いんちき, 欺瞞, 欺騙; Kazakh: алдау; Korean: 기만, 속임, 사기; Kurdish Central Kurdish: بێ باوەڕی‎: چاوبەست‎, فڕوفێڵ‎; Northern Kyrgyz: алдоо; Latin: [[captio]], [[dolus]]; Latvian: maldināšana; Lithuanian: apgavystė; Macedonian: измама; Malay: penipuan; Norwegian Bokmål: bedrag; Persian: فریب‎; Polish: oszustwo, bałamuctwo; Portuguese: [[enganação]], [[engano]], [[logro]]; Romanian: decepție, amăgire; Russian: [[обман]], [[ложь]], [[заблуждение]]; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏бмана, пре̏вара, прије̑вара; Roman: ȍbmana, prȅvara, prijȇvara; Slovak: podvod; Slovene: prevara; Spanish: [[engaño]], [[socaliña]]; Swedish: bedrägeri; Tajik: фиреб; Tatar: алдау, алдак; Thai: การหลอกลวง; Tocharian B: kuhākäññe, tārśi; Turkish: kandırma, yanıltma, aldatma; Turkmen: aldaw; Ukrainian: обман; Urdu: دھوکا‎, فریب‎; Uyghur: ئالداش‎; Uzbek: aldash, firib; Vietnamese: sự lừa dối
}}
}}

Latest revision as of 17:33, 10 March 2023

Greek Monolingual

η (AM ἀπάτη)
1. το να μεταχειρίζεται κανείς για δική του ωφέλεια ψεύδος ή δόλο βλάπτοντας τους άλλους, ξεγέλασμα, δολοπλοκία
2. δολιότητα, πανουργία
νεοελλ.
1. το να απατάται κάποιος, να κάνει λάθοςοπτική απάτη»)
2. έγκλημα που στρέφεται κατά περιουσιακών δικαιωμάτων
αρχ.
1. το να περνά κανείς ευχάριστα τον καιρό του, η διασκέδαση
2. προσωποπ. η Απάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Από τις διάφορες ερμηνείες που έχουν προταθεί, ο συσχετισμός της λ. με το ηπεροπεύς «απατεών, δόλιος» είναι και μορφολογικά δυνατός και σημασιολογικά αντίστοιχος. Ο τύπος αυτός οδηγεί σε θέμα σε ρ, ν (άπαρ, άπνος), το οποίο ανάγεται σε αρχικό τ. απ -ν -τά. Η σύνδεση με α- στερ. + πατέω, πόντος «τόπος χωρίς δρόμο, πλάνη» δεν είναι ικανοποιητική. Ο χωρισμός της λ. ως απ-άτη δεν δικαιολογεί την ταύτιση του β' συνθ. με τον τ. άτη, λόγω της μακρότητας του α- της λ. άτη. Οι περαιτέρω συσχετισμοί της λ. απάτη με το ιάπτω, ίπτομαι, αρχ. ινδ. aka- «οίκτος, πόνος», δεν θεωρούνται βάσιμοι. Ευρύτατη είναι η χρήση της στον Όμηρο και στην Ιωνική-Αττική με κύρια σημασία «πλάνη» και σπανιότερα «δόλος, τέχνασμα». Προσωποποιημένη απαντά στον Ησίοδο, ενώ από την ελληνιστική έννοιά της «ονειροπόλημα» προήλθε η σημασία «διασκέδαση, ευχαρίστηση».
ΠΑΡ. απατεώνας (-εών), απατηλός, απατώ
αρχ.
απατεύω, απατήλιος.
ΣΥΝΘ. αρχ. εξαπάτη
νεοελλ.
αυταπάτη, μικροαπάτη, ναυταπάτη οφθαλμαπάτη].

Translations

deception

Albanian: mashtrim; Arabic: خِدَاع‎, خَدْع‎; Armenian: խաբեբայություն; Azerbaijani: aldatma; Belarusian: падман; Bengali: প্রবঞ্চনা; Bulgarian: измама, лъжа, заблуждение; Catalan: engany; Chinese Mandarin: 騙局/骗局, 欺騙/欺骗, 欺詐/欺诈; Czech: podvod, klam, balamucení; Danish: bedrag; Dutch: bedrog, bedriegerij, misleiding; Esperanto: trompo; Estonian: pettus; Finnish: petos; French: supercherie, tromperie; Georgian: მოტყუება; German: Betrug, Betrügerei, Täuschung; Greek: απάτη; Ancient Greek: ἀθέτησις, αἰκάλη, ἀλίσβη, ἀλογία, ἀπαιόλημα, ἀπάτα, ἀπάτη, ἀπάτημα, ἀπάτησις, ἀποπλάνημα, ἀποσκίασμα, βουκόλησις, δελήτιον, διαβολή, διαμύθησις, διάψευσις, διγλωσσία, διέμπαιγμα, διπλῆ, δολιότης, δόλος, δολοφροσύνη, δόλωσις, ἐμπαγή, ἔμπαιγμα, ἐμπαιγμός, ἐνέδρα, ἐνεδρεία, ἐνέδρευμα, ἔνεδρον, ἐξαπάτα, ἐξαπάτη, ἐξαπάτημα, ἐξαπάτησις, ἐπιθεσία, ἠπερόπευμα, κατασοφισμός, κατεπίθεσις, κιβδηλεία, κιβδήλευμα, κιβδηλία, μεθοδεία, παράκρουσις, παράπεισις, παραψηφισμός, παρεύρεσις, περιδρομή, πηνηκισμός, προσποίημα, πτερνισμός, τὸ δόλιον, τὸ ἐνεδρευτικόν, ὑποπέττευμα, φενακισμός, φήλωμα, χλεύη; Hebrew: אֲחִיזַת עֵינַיִם‎, מִרְמָה‎; Hindi: धोखा, छल; Hungarian: megtévesztés; Icelandic: blekking; Irish: bréag; Italian: mistificazione, inganno, sotterfugio, raggiro, frode; Japanese: ごまかし, いんちき, 欺瞞, 欺騙; Kazakh: алдау; Korean: 기만, 속임, 사기; Kurdish Central Kurdish: بێ باوەڕی‎: چاوبەست‎, فڕوفێڵ‎; Northern Kyrgyz: алдоо; Latin: captio, dolus; Latvian: maldināšana; Lithuanian: apgavystė; Macedonian: измама; Malay: penipuan; Norwegian Bokmål: bedrag; Persian: فریب‎; Polish: oszustwo, bałamuctwo; Portuguese: enganação, engano, logro; Romanian: decepție, amăgire; Russian: обман, ложь, заблуждение; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏бмана, пре̏вара, прије̑вара; Roman: ȍbmana, prȅvara, prijȇvara; Slovak: podvod; Slovene: prevara; Spanish: engaño, socaliña; Swedish: bedrägeri; Tajik: фиреб; Tatar: алдау, алдак; Thai: การหลอกลวง; Tocharian B: kuhākäññe, tārśi; Turkish: kandırma, yanıltma, aldatma; Turkmen: aldaw; Ukrainian: обман; Urdu: دھوکا‎, فریب‎; Uyghur: ئالداش‎; Uzbek: aldash, firib; Vietnamese: sự lừa dối