τυφώς: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=a [[whirlwind]], [[typhoon]], Aesch., etc.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1166.png Seite 1166]] ὁ, gen. ῶ, u. so nach der 2. art. Declination, aber auch nach der 3. τυφῶνος, welche Formen im plur. die allein gebräuchlichen zu sein scheinen (vgl. nom. pr.); – ein von der Erde mit großer Gewalt emporfahrender, Staubwolken erregender und Häuser umstürzender Wirbelwind; Soph. Ant. 418; Aesch. Ag. 642; τυφῶ [[μένος]], Suppl. 555; μεγάλῳ τυφῷ καὶ πρηστῆρι, Ar. Lys. 974; Arist. meteor. 3, 1 mund. 4, 18. 6, 22. – Auch eine Wasserhose. – Überh. Ungewitter, Blitz u. Donnerwetter mit heftigem Sturm verbunden, Schol. Ar. Ran. 871 erkl. τοὺς καταιγιδώδεις ἀνέμους. – Auch übertr., τυφως δὲ [[πάμπαν]] ἐξέλετο φρένας, Alcaeus.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1166.png Seite 1166]] ὁ, gen. ῶ, u. so nach der 2. art. Declination, aber auch nach der 3. τυφῶνος, welche Formen im plur. die allein gebräuchlichen zu sein scheinen (vgl. nom. pr.); – ein von der Erde mit großer Gewalt emporfahrender, Staubwolken erregender und Häuser umstürzender Wirbelwind; Soph. Ant. 418; Aesch. Ag. 642; τυφῶ [[μένος]], Suppl. 555; μεγάλῳ τυφῷ καὶ πρηστῆρι, Ar. Lys. 974; Arist. meteor. 3, 1 mund. 4, 18. 6, 22. – Auch eine Wasserhose. – Überh. Ungewitter, Blitz u. Donnerwetter mit heftigem Sturm verbunden, Schol. Ar. Ran. 871 erkl. τοὺς καταιγιδώδεις ἀνέμους. – Auch übertr., τυφως δὲ [[πάμπαν]] ἐξέλετο φρένας, Alcaeus.
}}
{{elnl
|elnltext=τυφώς -ῶ, ὁ, dat. τυφῷ, acc. τυφῶ [[tyfoon]], [[wervelwind]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶ (ὁ) :<br /><i>dat.</i> τυφῷ, <i>acc.</i> [[τυφῶ]];<br /><i>c.</i> [[τυφῶν]]¹.
|btext=ῶ (ὁ) :<br /><i>dat.</i> τυφῷ, <i>acc.</i> [[τυφῶ]];<br /><i>c.</i> [[τυφῶν]]¹.
}}
{{elnl
|elnltext=τυφώς -ῶ, ὁ, dat. τυφῷ, acc. τυφῶ tyfoon, wervelwind.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τῡφώς:''' ῶ ὁ Aesch., Soph., Arph. = [[τυφῶν]].
|elrutext='''τῡφώς:''' ῶ ὁ Aesch., Soph., Arph. = [[τυφῶν]].
}}
}}
{{mdlsj
{{grml
|mdlsjtxt=a [[whirlwind]], [[typhoon]], Aesch., etc.
|mltxt=ο / [[τυφῶν]], -ῶνος, ΝΑ, και [[τυφώς]], -ῶ, Α<br />[[σίφωνας]], [[κυκλώνας]], [[θύελλα]], [[ανεμοστρόβιλος]], [[λαίλαπα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) <b>(μετεωρ.)</b><br />[[τροπικός]] [[κυκλώνας]], [[βίαιος]] [[στρόβιλος]] αέρα που καλύπτει [[κατά]] τη μετακίνησή του εκτεταμένες σχετικά περιοχές και εμφανίζει [[μεγάλη]] [[συχνότητα]] [[πάνω]] από τα δυτικά τμήματα του Ειρηνικού και του Ατλαντικού, τον Ινδικό Ωκεανό, την Καραϊβική και τον Κόλπο του Μεξικού, προξενώντας μεγάλες καταστροφές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> α) [[είδος]] κομήτη<br />β) ο [[αστερισμός]] της Μεγάλης Άρκτου ή [[μέρος]] του αστερισμού [[αυτού]]<br /><b>2.</b> [[περηφάνια]], [[αλαζονεία]]<br /><b>3.</b> (σε μαγική [[φράση]], σε [[ξόρκι]]) [[γάιδαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[Τυφωεύς]].
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized

Latest revision as of 15:52, 10 April 2023

Middle Liddell

a whirlwind, typhoon, Aesch., etc.

German (Pape)

[Seite 1166] ὁ, gen. ῶ, u. so nach der 2. art. Declination, aber auch nach der 3. τυφῶνος, welche Formen im plur. die allein gebräuchlichen zu sein scheinen (vgl. nom. pr.); – ein von der Erde mit großer Gewalt emporfahrender, Staubwolken erregender und Häuser umstürzender Wirbelwind; Soph. Ant. 418; Aesch. Ag. 642; τυφῶ μένος, Suppl. 555; μεγάλῳ τυφῷ καὶ πρηστῆρι, Ar. Lys. 974; Arist. meteor. 3, 1 mund. 4, 18. 6, 22. – Auch eine Wasserhose. – Überh. Ungewitter, Blitz u. Donnerwetter mit heftigem Sturm verbunden, Schol. Ar. Ran. 871 erkl. τοὺς καταιγιδώδεις ἀνέμους. – Auch übertr., τυφως δὲ πάμπαν ἐξέλετο φρένας, Alcaeus.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυφώς -ῶ, ὁ, dat. τυφῷ, acc. τυφῶ tyfoon, wervelwind.

French (Bailly abrégé)

ῶ (ὁ) :
dat. τυφῷ, acc. τυφῶ;
c. τυφῶν¹.

Russian (Dvoretsky)

τῡφώς: ῶ ὁ Aesch., Soph., Arph. = τυφῶν.

Greek Monolingual

ο / τυφῶν, -ῶνος, ΝΑ, και τυφώς, -ῶ, Α
σίφωνας, κυκλώνας, θύελλα, ανεμοστρόβιλος, λαίλαπα
νεοελλ.
(ειδικά) (μετεωρ.)
τροπικός κυκλώνας, βίαιος στρόβιλος αέρα που καλύπτει κατά τη μετακίνησή του εκτεταμένες σχετικά περιοχές και εμφανίζει μεγάλη συχνότητα πάνω από τα δυτικά τμήματα του Ειρηνικού και του Ατλαντικού, τον Ινδικό Ωκεανό, την Καραϊβική και τον Κόλπο του Μεξικού, προξενώντας μεγάλες καταστροφές
αρχ.
1. αστρον. α) είδος κομήτη
β) ο αστερισμός της Μεγάλης Άρκτου ή μέρος του αστερισμού αυτού
2. περηφάνια, αλαζονεία
3. (σε μαγική φράση, σε ξόρκι) γάιδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Τυφωεύς.

English (Woodhouse)

storm

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

whirlwind

Albanian: shakullinë; Arabic: زَوْبَعَة‎; Armenian: մրրիկ; Azerbaijani: qasırğa, burağan, burulğan; Bashkir: ҡойон; Belarusian: ві́хур, ві́хура; Breton: avel-dro; Bulgarian: вихър, вихрушка; Burmese: လေကတော့, လေပွေ, ရေကတော့; Catalan: terbolí; Chinese Dungan: щүанфыр; Mandarin: 旋風/旋风; Chukchi: янрайгын; Czech: smršť; Danish: hvirvelvind; Dutch: windhoos, wervelwind; Esperanto: ciklono; Estonian: tuulispask; Finnish: pyörremyrsky, pyörretuuli; French: cyclone; Galician: remuíño, voraxen, refolión, refolada; Georgian: გრიგალი, ქარიშხალი; German: Wirbelwind, Wirbelsturm; Greek: ανεμοστρόβιλος; Ancient Greek: ἄελλα, ἀέλλη, ἀνακαμψίπνοος ἄνεμος, ἀνεμοστρόβιλος, ἀνεμόσυρις, αὔελλα, δίνη, ἐριώλη, θύελλα, καταιγίς, λαιλαπετός, λαῖλαψ, λάλαβις, πρηστήρ, στρόβιλος, στρόβος, στρόμβος, τροχός, τυφώς, Τυφώς, χεῖμα; Greenlandic: anoraarsuaq; Hindi: बवंडर, चक्रवात; Hungarian: forgószél; Ido: aerovortico; Irish: cuaifeach; Italian: turbine; Japanese: 旋風; Kazakh: құйын; Khmer: កំបុតត្បូង; Korean: 선풍; Kyrgyz: куюн; Lao: ຫົວກຸດ, ຈັກກະວາດ; Latin: turbo; Latvian: viesulis; Lithuanian: viesulas; Macedonian: виор; Maori: tūkauati, āwhiowhio, ānewa o te rangi, urupuhau; Mongolian: хуй; Navajo: náátsʼóʼoołdísii; Norwegian Bokmål: virvelvind; Nynorsk: virvelvind, kvervelvind; Old English: þoden; Oromo: bubbee; Ottoman Turkish: بوراغان‎; Persian: گردباد‎; Punjabi: ਵਾਵਰੋਲਾ; Plautdietsch: Wirbelstorm; Polish: trąba powietrzna; Portuguese: turbilhão; Russian: вихрь, смерч; Scottish Gaelic: ioma-ghaoth; Serbo-Croatian Cyrillic: ви̏хор; Roman: vȉhor; Slovak: víchrica; Slovene: vihar; Spanish: torbellino; Swedish: virvelvind; Tagalog: buhawi, ipu-ipo; Tajik: гирдбод; Tatar: коен; Telugu: సుడిగాలి; Thai: ลมวน, พายุหมุน, บ้าหมู; Turkish: burağan, kasırga; Ukrainian: вихор; Uyghur: قۇيۇن‎; Uzbek: uyurma, quyun; Vietnamese: gió lốc, lốc; Welsh: troellwynt, awel dro, corwynt, trowynt