ἱερουργός: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
(17)
mNo edit summary
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ierourgos
|Transliteration C=ierourgos
|Beta Code=i(erourgo/s
|Beta Code=i(erourgo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sacrificing priest</b>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>450</span> (in Ep. form <b class="b3">ἱεροεργός</b>), <span class="bibl">Ammon.<span class="title">Diff.</span>p.90</span> V.; <b class="b3">ἱερουργοὶ τῆς Ἀθηνᾶς</b>, members of a religious college, <span class="title">IG</span>12(7).241.3 (Amorgos, iii B.C.): Dor. ἱερω[ργός] prob. in <span class="title">Schwyzer</span> 288.91 (Rhodes, iii/ii B.C.).</span>
|Definition=ὁ, [[sacrificing priest]], Call.Fr.450 (in Ep. form [[ἱεροεργός]]), Ammon.Diff.p.90 V.; ἱερουργοὶ τῆς Ἀθηνᾶς, members of a [[religious]] [[college]], IG12(7).241.3 (Amorgos, iii B.C.): Dor. [[ἱερωργός]] prob. in Schwyzer 288.91 (Rhodes, iii/ii B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1243.png Seite 1243]] heiligen Dienst verrichtend, opfernd, Callim. frg. 450.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1243.png Seite 1243]] [[heiligen Dienst verrichtend]], [[opfernd]], Callim. frg. 450.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />[[qui accomplit un sacrifice]], [[une cérémonie religieuse]].<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱερουργός''': ὁ (*[[ἔργω]]) θυσιάζων [[ἱερεύς]], [[θύτης]], Καλλ. Ἀποσπ. 450 (ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ [[ἱεροεργός]]), Ἀμμώνιος σ. 92. - Ἐν Ἐπιγραφ. Κρήτης (Mus. It. III, σ. 697) ἀπαντᾷ καὶ [[τύπος]] ἱεροργός.
|lstext='''ἱερουργός''': ὁ (*[[ἔργω]]) θυσιάζων [[ἱερεύς]], [[θύτης]], Καλλ. Ἀποσπ. 450 (ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ [[ἱεροεργός]]), Ἀμμώνιος σ. 92. - Ἐν Ἐπιγραφ. Κρήτης (Mus. It. III, σ. 697) ἀπαντᾷ καὶ [[τύπος]] ἱεροργός.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ός, όν :<br />qui accomplit un sacrifice, une cérémonie religieuse.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[ἔργον]].
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[ἱερουργός]], Α και δωρ. τ. [[ἱερωργός]] και επικ. τ. [[ἱεροεργός]])<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) ο [[ιερέας]] που τελεί τη [[θεία]] [[λειτουργία]] ή [[άλλη]] θρησκευτική [[τελετή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ιερέας]] που τελεί τις θυσίες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἱερουργοὶ τῆς Ἀθηνᾱς» — τα [[μέλη]] θρησκευτικού σωματείου το οποίο φρόντιζε τα σχετικά με τη [[λατρεία]] της Αθηνάς <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), [[πρβλ]]. [[δραματουργός]], [[μουσουργός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱερουργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]), [[ιερέας]] που τελεί θυσίες, [[θύτης]], σε Αποσπ. Καλλ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[ἱερουργός]], Α και δωρ. τ. ἱερωργός και επικ. τ. [[ἱεροεργός]])<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) ο [[ιερέας]] που τελεί τη [[θεία]] [[λειτουργία]] ή [[άλλη]] θρησκευτική [[τελετή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ιερέας]] που τελεί τις θυσίες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἱερουργοὶ τῆς Ἀθηνᾱς» — τα [[μέλη]] θρησκευτικού σωματείου το οποίο φρόντιζε τα σχετικά με τη [[λατρεία]] της Αθηνάς <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δραματ</i>-<i>ουργός</i>, <i>μουσ</i>-<i>ουργός</i>].
|mdlsjtxt=ἱερ-ουργός, ὁ, [*[[ἔργω]]<br />a sacrificing [[priest]].
}}
}}

Latest revision as of 10:03, 3 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερουργός Medium diacritics: ἱερουργός Low diacritics: ιερουργός Capitals: ΙΕΡΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: hierourgós Transliteration B: hierourgos Transliteration C: ierourgos Beta Code: i(erourgo/s

English (LSJ)

ὁ, sacrificing priest, Call.Fr.450 (in Ep. form ἱεροεργός), Ammon.Diff.p.90 V.; ἱερουργοὶ τῆς Ἀθηνᾶς, members of a religious college, IG12(7).241.3 (Amorgos, iii B.C.): Dor. ἱερωργός prob. in Schwyzer 288.91 (Rhodes, iii/ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1243] heiligen Dienst verrichtend, opfernd, Callim. frg. 450.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui accomplit un sacrifice, une cérémonie religieuse.
Étymologie: ἱερός, ἔργον.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερουργός: ὁ (*ἔργω) θυσιάζων ἱερεύς, θύτης, Καλλ. Ἀποσπ. 450 (ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ ἱεροεργός), Ἀμμώνιος σ. 92. - Ἐν Ἐπιγραφ. Κρήτης (Mus. It. III, σ. 697) ἀπαντᾷ καὶ τύπος ἱεροργός.

Greek Monolingual

ὁ (ΑΜ ἱερουργός, Α και δωρ. τ. ἱερωργός και επικ. τ. ἱεροεργός)
(νεοελλ.-μσν.) ο ιερέας που τελεί τη θεία λειτουργία ή άλλη θρησκευτική τελετή
αρχ.
1. ο ιερέας που τελεί τις θυσίες
2. φρ. «ἱερουργοὶ τῆς Ἀθηνᾱς» — τα μέλη θρησκευτικού σωματείου το οποίο φρόντιζε τα σχετικά με τη λατρεία της Αθηνάς επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -ουργος (< έργον), πρβλ. δραματουργός, μουσουργός].

Greek Monotonic

ἱερουργός: ὁ (*ἔργω), ιερέας που τελεί θυσίες, θύτης, σε Αποσπ. Καλλ.

Middle Liddell

ἱερ-ουργός, ὁ, [*ἔργω
a sacrificing priest.