ἱερουργός: Difference between revisions
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
(6_14) |
mNo edit summary |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ierourgos | |Transliteration C=ierourgos | ||
|Beta Code=i(erourgo/s | |Beta Code=i(erourgo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[sacrificing priest]], Call.Fr.450 (in Ep. form [[ἱεροεργός]]), Ammon.Diff.p.90 V.; ἱερουργοὶ τῆς Ἀθηνᾶς, members of a [[religious]] [[college]], IG12(7).241.3 (Amorgos, iii B.C.): Dor. [[ἱερωργός]] prob. in Schwyzer 288.91 (Rhodes, iii/ii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1243.png Seite 1243]] heiligen Dienst verrichtend, opfernd, Callim. frg. 450. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1243.png Seite 1243]] [[heiligen Dienst verrichtend]], [[opfernd]], Callim. frg. 450. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />[[qui accomplit un sacrifice]], [[une cérémonie religieuse]].<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[ἔργον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱερουργός''': ὁ (*[[ἔργω]]) θυσιάζων [[ἱερεύς]], [[θύτης]], Καλλ. Ἀποσπ. 450 (ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ [[ἱεροεργός]]), Ἀμμώνιος σ. 92. - Ἐν Ἐπιγραφ. Κρήτης (Mus. It. III, σ. 697) ἀπαντᾷ καὶ [[τύπος]] ἱεροργός. | |lstext='''ἱερουργός''': ὁ (*[[ἔργω]]) θυσιάζων [[ἱερεύς]], [[θύτης]], Καλλ. Ἀποσπ. 450 (ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ [[ἱεροεργός]]), Ἀμμώνιος σ. 92. - Ἐν Ἐπιγραφ. Κρήτης (Mus. It. III, σ. 697) ἀπαντᾷ καὶ [[τύπος]] ἱεροργός. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[ἱερουργός]], Α και δωρ. τ. [[ἱερωργός]] και επικ. τ. [[ἱεροεργός]])<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) ο [[ιερέας]] που τελεί τη [[θεία]] [[λειτουργία]] ή [[άλλη]] θρησκευτική [[τελετή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ιερέας]] που τελεί τις θυσίες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἱερουργοὶ τῆς Ἀθηνᾱς» — τα [[μέλη]] θρησκευτικού σωματείου το οποίο φρόντιζε τα σχετικά με τη [[λατρεία]] της Αθηνάς <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), [[πρβλ]]. [[δραματουργός]], [[μουσουργός]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱερουργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]), [[ιερέας]] που τελεί θυσίες, [[θύτης]], σε Αποσπ. Καλλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἱερ-ουργός, ὁ, [*[[ἔργω]]<br />a sacrificing [[priest]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:03, 3 May 2023
English (LSJ)
ὁ, sacrificing priest, Call.Fr.450 (in Ep. form ἱεροεργός), Ammon.Diff.p.90 V.; ἱερουργοὶ τῆς Ἀθηνᾶς, members of a religious college, IG12(7).241.3 (Amorgos, iii B.C.): Dor. ἱερωργός prob. in Schwyzer 288.91 (Rhodes, iii/ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1243] heiligen Dienst verrichtend, opfernd, Callim. frg. 450.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui accomplit un sacrifice, une cérémonie religieuse.
Étymologie: ἱερός, ἔργον.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερουργός: ὁ (*ἔργω) θυσιάζων ἱερεύς, θύτης, Καλλ. Ἀποσπ. 450 (ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ ἱεροεργός), Ἀμμώνιος σ. 92. - Ἐν Ἐπιγραφ. Κρήτης (Mus. It. III, σ. 697) ἀπαντᾷ καὶ τύπος ἱεροργός.
Greek Monolingual
ὁ (ΑΜ ἱερουργός, Α και δωρ. τ. ἱερωργός και επικ. τ. ἱεροεργός)
(νεοελλ.-μσν.) ο ιερέας που τελεί τη θεία λειτουργία ή άλλη θρησκευτική τελετή
αρχ.
1. ο ιερέας που τελεί τις θυσίες
2. φρ. «ἱερουργοὶ τῆς Ἀθηνᾱς» — τα μέλη θρησκευτικού σωματείου το οποίο φρόντιζε τα σχετικά με τη λατρεία της Αθηνάς επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -ουργος (< έργον), πρβλ. δραματουργός, μουσουργός].
Greek Monotonic
ἱερουργός: ὁ (*ἔργω), ιερέας που τελεί θυσίες, θύτης, σε Αποσπ. Καλλ.